τετράχρονος
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
τετράχρονον, containing four time-units, Heph.3.1, A.D.Pron.35.11; λέξις Anon.Rhythm.Oxy.9 v 11, Eust. 1407.43.
German (Pape)
[Seite 1100] vierzeitig, von viererlei Tempo, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τετράχρονος: -ον, ὁ περιλαμβάνων τέσσαρας χρόνους, Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 14· - χρόνιος, ον, Γραμμ.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράχρονος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χρόνους («τετράχρονος πους»)
νεοελλ.
1. ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, τετραετής («τετράχρονο παιδί»)
2. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια (α. «τετράχρονο πρόγραμμα» β. «τετράχρονη εκπαίδευση»)
3. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί σε τέσσερεις χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας
4. το ουδ. ως ουσ. το τετράχρονο
τετραετία
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχρονα
η τέταρτη επέτειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + χρόνος (πρβλ. τρίχρονος)].