ἀνακαγχάζω

From LSJ
Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακαγχάζω Medium diacritics: ἀνακαγχάζω Low diacritics: ανακαγχάζω Capitals: ΑΝΑΚΑΓΧΑΖΩ
Transliteration A: anakancházō Transliteration B: anakanchazō Transliteration C: anakagchazo Beta Code: a)nakagxa/zw

English (LSJ)

burst out laughing, Hp.Ep.17; μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Pl.Euthd.300d; ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον R.337a.

Spanish (DGE)

echarse a reír ὅς ἀκούσας ἀνεκάγχασέ τε μάλα σαρδάνιον Pl.R.337a, μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Pl.Euthd.300d, cf. Hp.Ep.17 (p.356), Plu.Ant.20, Aristo Phil.14.8, Luc.Asin.6, Phld.Vit.41.26, D.C.57.24.8.

German (Pape)

[Seite 190] laut auflachen, μέγα Plat. Euthyd. 300 d; ἀνεκάγχασε σαρδόνιον Rep. I, 337 a.

French (Bailly abrégé)

éclater de rire.
Étymologie: ἀνά, καγχάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακαγχάζω: засмеяться, захохотать Plut.: ἀνεκάγχασε μάλα σαρδόνιον Plat. он очень язвительно засмеялся.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαγχάζω: (ἴδε καγχάζω), γελῶ μετὰ καγχασμοῦ, μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D· ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον Πολ. 337Α.

Greek Monolingual

ἀνακαγχάζω)
καγχάζω δυνατά, ξεσπώ σε δυνατό γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καγχάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακαγχασμός].

Greek Monotonic

ἀνακαγχάζω: μέλ. -σω, ξεσπώ σε γέλιο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

to burst out laughing, Plat.