ἀνακαγχάζω
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
burst out laughing, Hp.Ep.17; μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Pl.Euthd.300d; ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον R.337a.
Spanish (DGE)
echarse a reír ὅς ἀκούσας ἀνεκάγχασέ τε μάλα σαρδάνιον Pl.R.337a, μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Pl.Euthd.300d, cf. Hp.Ep.17 (p.356), Plu.Ant.20, Aristo Phil.14.8, Luc.Asin.6, Phld.Vit.41.26, D.C.57.24.8.
German (Pape)
[Seite 190] laut auflachen, μέγα Plat. Euthyd. 300 d; ἀνεκάγχασε σαρδόνιον Rep. I, 337 a.
French (Bailly abrégé)
éclater de rire.
Étymologie: ἀνά, καγχάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακαγχάζω: засмеяться, захохотать Plut.: ἀνεκάγχασε μάλα σαρδόνιον Plat. он очень язвительно засмеялся.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαγχάζω: (ἴδε καγχάζω), γελῶ μετὰ καγχασμοῦ, μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D· ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον Πολ. 337Α.
Greek Monolingual
(Α ἀνακαγχάζω)
καγχάζω δυνατά, ξεσπώ σε δυνατό γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καγχάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακαγχασμός].
Greek Monotonic
ἀνακαγχάζω: μέλ. -σω, ξεσπώ σε γέλιο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
to burst out laughing, Plat.