θρηνῳδός
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
ὁ, ἡ, one who sings a dirge, mourner, Alciphr.1.36, Ptol.Tetr.180, Anon.Oxy.864, cf. Poll.6.202.
German (Pape)
[Seite 1218] ein Klagelied singend, Sp., wie Alciphr. 1, 36; vgl. Poll. 6, 202.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui chante un chant plaintif ; subst. ὁ, ἡ θρηνῳδός pleureur, pleureuse à gages.
Étymologie: θρῆνος, ᾠδή.
Russian (Dvoretsky)
θρηνῳδός: adj. m поющий скорбную песнь Arst.
Greek (Liddell-Scott)
θρηνῳδός: ὁ, ἡ, ὁ ἐν ᾠδῇ θρηνολογῶν, ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐκ Καρίας γυναικῶν (praeficae), Ἀριστ. Ἀποσπ. 561, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 202.
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ θρηνῳδός)
αυτός που ψάλλει θρηνητικά άσματα, ο μοιρολογητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -ωδός < αείδω (πρβλ. επωδός, μελωδός)].
Greek Monotonic
θρηνῳδός: ὁ, ἡ (ἀοιδός), αυτός που ψέλνει θρήνο, σε Αριστ.