νυμφοστόλος
ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
English (LSJ)
νυμφοστόλον, escorting the bride, J.AJ5.8.6: generally, bridal, ἄστρον ἐρώτων Musae.10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pare la fiancée ; qui conduit la fiancée à son époux;
2 de mariage, nuptial.
Étymologie: νύμφη, στέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφοστόλος: -ον, ὁ συνοδεύων τὴν νύμφην, συμφαγωγός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 8, 6, κτλ.· ἡ ν., παράνυμφος, Θεόδ. Πρόδρ.· - καθόλου, γαμήλιος, νυμφικός, ἄστρον Μουσαῖ. 10.
Greek Monolingual
νυμφοστόλος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που συνοδεύει τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι του γαμπρού
2. το αρσ. ως ουσ. ο παράνυμφος
αρχ.
1. αυτός που ασχολείται με τις προετοιμασίες του γάμου
2. νυφικός, γαμήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -στόλος (< στέλλω), πρβλ. ψυχοστόλος.
Greek Monotonic
νυμφοστόλος: -ον (στέλλω), συνοδός της νύφης.
Middle Liddell
νυμφο-στόλος, ον, στέλλω
escorting the bride.
German (Pape)
= νυμφαγωγός, auch = die Braut schmückend, Mus. 9, Vetera Lexica.