νυμφοστόλος

From LSJ
Revision as of 11:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφοστόλος Medium diacritics: νυμφοστόλος Low diacritics: νυμφοστόλος Capitals: ΝΥΜΦΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: nymphostólos Transliteration B: nymphostolos Transliteration C: nymfostolos Beta Code: numfosto/los

English (LSJ)

νυμφοστόλον, escorting the bride, J.AJ5.8.6: generally, bridal, ἄστρον ἐρώτων Musae.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pare la fiancée ; qui conduit la fiancée à son époux;
2 de mariage, nuptial.
Étymologie: νύμφη, στέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφοστόλος: -ον, ὁ συνοδεύων τὴν νύμφην, συμφαγωγός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 8, 6, κτλ.· ἡ ν., παράνυμφος, Θεόδ. Πρόδρ.· - καθόλου, γαμήλιος, νυμφικός, ἄστρον Μουσαῖ. 10.

Greek Monolingual

νυμφοστόλος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που συνοδεύει τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι του γαμπρού
2. το αρσ. ως ουσ. ο παράνυμφος
αρχ.
1. αυτός που ασχολείται με τις προετοιμασίες του γάμου
2. νυφικός, γαμήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -στόλος (< στέλλω), πρβλ. ψυχοστόλος.

Greek Monotonic

νυμφοστόλος: -ον (στέλλω), συνοδός της νύφης.

Middle Liddell

νυμφο-στόλος, ον, στέλλω
escorting the bride.

German (Pape)

νυμφαγωγός, auch = die Braut schmückend, Mus. 9, Vetera Lexica.