θυμόμαντις

From LSJ
Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμόμαντις Medium diacritics: θυμόμαντις Low diacritics: θυμόμαντις Capitals: ΘΥΜΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: thymómantis Transliteration B: thymomantis Transliteration C: thymomantis Beta Code: qumo/mantis

English (LSJ)

-εως, ὁ, ἡ, prophesying from one's own soul, A.Pers. 224 (troch.); cf. θυμόσοφος.

German (Pape)

[Seite 1224] εως, im Geiste ein Seher, mit prophetischem Geiste, Aesch. Pers. 220.

French (Bailly abrégé)

εως;
adj. m.
qui est devin par son cœur ou sa raison (non par l'inspiration divine, θεόμαντις).
Étymologie: θυμός, μάντις.

Russian (Dvoretsky)

θῡμόμαντις: εως ὁ прозорливый умом, предсказывающий на основании здравого смысла (в отличие от θεόμαντις прорицающий по вдохновению свыше) Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ ἐαυτοῦ ψυχῇ ἔχων τὴν μαντικὴν δύναμιν, (ἄνευ δηλ. ἐμπνεύσεως θείας ὡς ὁ θεόμαντις), Αἰσχύλ. Πέρσ. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «θυμόμαντις· ὁ τὸ ἀποβησόμενον συλλογιζόμενος καὶ προγιγνώσκων, ψυχόμαντις, καὶ συνεπῶς προορῶν τὰ ἀποβησόμενα» Ἡσύχ.· πρβλ. θυμόσοφος, ψυχόμαντις.

Greek Monolingual

θυμόμαντις, -άντεως, ὁ (Α)
αυτός που μαντεύει, που προφητεύει το μέλλον από δική του κρίση, από την ψυχή του, αφ' εαυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + μάντις.

Middle Liddell

θῡμό-μαντις, εως
prophesying from one's own soul (without inspiration, like the θεόμαντισ), Aesch.

English (Woodhouse)

prophetic souled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)