βριθοσύνη
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ἡ, weight, Il.5.839, 12.460, Nonn. D. 1.298.
Spanish (DGE)
(βρῑθοσύνη) -ης, ἡ
peso μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ Il.5.839, πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ Il.12.460, ἀιδνὴ κήκιε λιγνὺς βριθοσύνῃ A.R.1.390, cf. Nonn.D.1.298, Hsch.
German (Pape)
[Seite 464] ἡ, dasselbe, Hom. zweimal, dativ. βριθοσύνῃ Versanfang, Iliad. 5, 839 μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: βρίθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βριθοσύνη -ης, ἡ βρῖθος gewicht, zwaarte.
Russian (Dvoretsky)
βρῑθοσύνη: ἡ тяжесть, тяжеловесность Hom.
Greek (Liddell-Scott)
βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτης, Ἰλ. Ε. 839, Μ, 460.
Greek Monolingual
βριθοσύνη, η (Α)
βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.
Greek Monotonic
βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτητα, σε Ομήρ. Ιλ.