πελειοθρέμμων
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
πελειοθρέμμον, gen. ονος, (τρέφω) dove-nurturing, νῆσος A. Pers. 309.
German (Pape)
[Seite 550] ονος, Tauben fütternd, nährend; νῆσος, Aesch. Pers. 301; Schol. Il. 2, 502.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui nourrit des pigeons ou des colombes.
Étymologie: πέλεια, τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελειοθρέμμων -ον [πέλεια, τρέφω] duiven voedend.
Russian (Dvoretsky)
πελειοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий голубей (νῆσος Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εκτρέφει αγριοπερίστερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. πέλεια «αγριοπερίστερο» + -θρέμμων (< τρέφω, πρβλ. θρέμμα), πρβλ. γαλακτοθρέμμων].
Greek Monotonic
πελειοθρέμμων: -ον (τρέφω), αυτός που τρέφει περιστέρια, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πελειοθρέμμων: -ον, (τρέφω) ὁ τρέφων περιστεράς, νῆσος Αἰσχ. Πέρσ. 309˙ ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πελειοθρέμμονα νῆσον˙ Σαλαμῖνα».
Middle Liddell
πελειο-θρέμμων, ον, τρέφω
dove-nurturing, Aesch.