βοάγριον
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
τό, shield of wild bull's hide, Il.12.22, Od.16.296, AP9.323 (Antip.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
escudo de piel de toro, Il.12.22, Od.16.296, AP 9.323 (Antip.Sid.), Lyc.854.
German (Pape)
[Seite 450] τό, Schild vom Fell eines (wilden?) Ochsen; Hom. zweimal, Iliad. 12, 22 πολλὰ βοάγρια καὶ τρυφάλειαι, Odyss. 16, 296 δύο φάσγανα καὶ δύο δοῦρε καὶ δοιὰ βοάγρια; – sp. D., wie Antip. 29 (IX, 323).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bouclier de peau de bœuf sauvage.
Étymologie: βόαγρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοάγριον -ου, τό βόαγρος schild (van leer gemaakt).
Russian (Dvoretsky)
βοάγριον: τό щит из буйволовой кожи Hom., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
βοάγριον: τό, ἀσπὶς ἐκ δέρματος ἀγρίου ταύρου, Ἰλ. Μ. 22, κ. ἀλλ.
English (Autenrieth)
shield of ox-hide, pl., Il. 12.22 and Od. 16.296.
Greek Monolingual
βοάγριον, το (Α)
ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική].
Greek Monotonic
βοάγριον: τό, ασπίδα που είναι φτιαγμένη από δέρμα άγριου ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.