διλογία
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
ἡ, repetition, X.Eq.8.2: as a rhetorical figure, Demetr.Eloc.211.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 repetición, redundancia en el discurso hablado o escrito, X.Eq.8.2, πολλάκις καὶ ἡ δ. ἐνάργειαν ποιεῖ μᾶλλον ἢ τὸ ἅπαξ λέγειν Demetr.Eloc.211, ἔχει δὲ καὶ διλογίαν ‘ἔτας’ καὶ ‘ἑταίρους’ Sch.Er.Il.7.295a, cf. 12.77a.
2 ambigüedad como figura ret. dilogia dicitur figura cum ambiguum dictum duas res significat Ps.Ascon.in Verr.214.28, cf. Donat.Ter.Eu.1089, glos. a διφασία Hsch.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
répétition, redite.
Étymologie: δίλογος.
German (Pape)
ἡ, das Zweimalsagen, die Wiederholung, Xen. Hipp. 8.2 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
διλογία: ἡ повторение сказанного Xen.
Greek (Liddell-Scott)
δῐλογία: ἡ, ἐπανάληψις, Ξεν. Ἱππαρχικ. 8, 2.
Greek Monolingual
η (AM διλογία) δίλογος
1. επανάληψη λέξης ή φράσης (και ως ρητορικό σχήμα)
νεοελλ.
1. διφορούμενη, αμφίβολη έννοια λόγου
2. θεατρικό έργο που απαρτίζεται από δύο ξεχωριστά δράματα ή έχει διπλή υπόθεση
αρχ.
αντίφαση στα λόγια, διφασία.
Greek Monotonic
δῐλογία: ἡ, επανάληψη, σε Ξεν.
Middle Liddell
δῐλογία, ἡ, n
repetition, Xen. [from δίλογος