διλογία

From LSJ
Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐλογία Medium diacritics: διλογία Low diacritics: διλογία Capitals: ΔΙΛΟΓΙΑ
Transliteration A: dilogía Transliteration B: dilogia Transliteration C: dilogia Beta Code: dilogi/a

English (LSJ)

ἡ, repetition, X.Eq.8.2: as a rhetorical figure, Demetr.Eloc.211.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 repetición, redundancia en el discurso hablado o escrito, X.Eq.8.2, πολλάκις καὶ ἡ δ. ἐνάργειαν ποιεῖ μᾶλλον ἢ τὸ ἅπαξ λέγειν Demetr.Eloc.211, ἔχει δὲ καὶ διλογίαν ‘ἔτας’ καὶ ‘ἑταίρους’ Sch.Er.Il.7.295a, cf. 12.77a.
2 ambigüedad como figura ret. dilogia dicitur figura cum ambiguum dictum duas res significat Ps.Ascon.in Verr.214.28, cf. Donat.Ter.Eu.1089, glos. a διφασία Hsch.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
répétition, redite.
Étymologie: δίλογος.

German (Pape)

ἡ, das Zweimalsagen, die Wiederholung, Xen. Hipp. 8.2 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

διλογία:повторение сказанного Xen.

Greek (Liddell-Scott)

δῐλογία: ἡ, ἐπανάληψις, Ξεν. Ἱππαρχικ. 8, 2.

Greek Monolingual

η (AM διλογία) δίλογος
1. επανάληψη λέξης ή φράσης (και ως ρητορικό σχήμα)
νεοελλ.
1. διφορούμενη, αμφίβολη έννοια λόγου
2. θεατρικό έργο που απαρτίζεται από δύο ξεχωριστά δράματα ή έχει διπλή υπόθεση
αρχ.
αντίφαση στα λόγια, διφασία.

Greek Monotonic

δῐλογία: ἡ, επανάληψη, σε Ξεν.

Middle Liddell

δῐλογία, ἡ, n
repetition, Xen. [from δίλογος