χλευασία
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ἡ, mockery, scoffing, D.24.16, Arist.Top.144a6, D.C.39.19, al.
German (Pape)
[Seite 1358] ἡ, Verspottung, schnöde Behandlung; Dem. 24, 16; Arist. top. 6, 3; Luc. pisc. 25.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de tourner en dérision, raillerie, moquerie.
Étymologie: χλευάζω.
Russian (Dvoretsky)
χλευᾰσία: ἡ насмешка, высмеивание Dem., Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
χλευᾰσία: ἡ, χλευασμός, ἐμπαιγμός, Δημ. 705. 3, Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 6.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
χλευᾰσία: ἡ, χλευασμός, εμπαιγμός, σε Δημ.
Middle Liddell
χλευᾰσία, ἡ, [from χλευάζω
mockery, scoffing, Dem.
English (Woodhouse)
Translations
mockery
Arabic: اِسْتِهْزَاء; Hijazi Arabic: تريقة; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar