ὀλιγανδρία
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ, scantiness of men, Str.14.1.10, Plu.2.413f, Philostr.VA3.30.
German (Pape)
[Seite 319] ἡ, Mangel an Männern, Menschen; Strab.; Plut. def. or. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque d'hommes.
Étymologie: ὀλίγος, ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγανδρία: ἡ нехватка людей, недостаток в людях Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγανδρία: ἡ, ὀλιγότης, ἔλλειψις ἀνδρῶν, Στράβ. 636, Πλούτ. 2. 413F.
Greek Monolingual
η (Α ὀλιγανδρία) ολίγανδρος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῦν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.).
Greek Monotonic
ὀλῐγανδρία: ἡ, έλλειψη αντρών, λειψανδρία, σε Στράβ.
Middle Liddell
ὀλῐγανδρία, ἡ,
scantiness of men, Strab.