ἀνορεξία

From LSJ
Revision as of 11:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορεξία Medium diacritics: ἀνορεξία Low diacritics: ανορεξία Capitals: ΑΝΟΡΕΞΙΑ
Transliteration A: anorexía Transliteration B: anorexia Transliteration C: anoreksia Beta Code: a)noreci/a

English (LSJ)

ἡ, want of desire or appetite, Ti.Locr.102e, Aret.CA2.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de apetito Ti.Locr.102e, Aret.CA 2.3.9, Pall.H.Mon.8.15.

German (Pape)

ἡ, Mangel an Eßlust, Hippocr.; überhaupt Freiheit von Begierde, Tim.Locr. 102e.

Russian (Dvoretsky)

ἀνορεξία:отсутствие влечений Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορεξία: ἡ, ἔλλειψις ὀρέξεως, Τίμ. Λοκρ. 102Ε, Ἀρετ. Ὀξ. Νουσ. Θεραπ. 2. 3.

Greek Monolingual

και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία)
επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό
νεοελλ.
1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά
2. «νευρική ανορεξία» — συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική απίσχνανση.