πατροστερής

From LSJ
Revision as of 11:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατροστερής Medium diacritics: πατροστερής Low diacritics: πατροστερής Capitals: ΠΑΤΡΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: patrosterḗs Transliteration B: patrosterēs Transliteration C: patrosteris Beta Code: patrosterh/s

English (LSJ)

πατροστερές, reft of father, fatherless, A.Ch.253.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
privé de père.
Étymologie: πατήρ, στερέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατροστερής -ές [πατήρ, στερέω] van vader beroofd.

German (Pape)

ές, des Vaters beraubt, verwaist, γόνος, Aesch. Ch. 251.

Russian (Dvoretsky)

πατροστερής: лишившийся отца, осиротевший (γόνος Aesch.).

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που στερήθηκε τον πατέρα του, ο ορφανός από πατέρα («Ἠλέκτραν... πατροστερῆ γόνον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. ηλιοστερής].

Greek Monotonic

πατροστερής: -ές (στέρομαι), στερημένος από πατέρα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πατροστερής: -ές, ὁ ἐστερημένος πατρός, ὁ ἄνευ πατρός, Αἰσχύλ. Χο. 253.

Middle Liddell

πατρο-στερής, ές στέρομαι
reft of father, Aesch.

English (Woodhouse)

deprived of one's father

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)