πατροστερής
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
πατροστερές, reft of father, fatherless, A.Ch.253.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
privé de père.
Étymologie: πατήρ, στερέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροστερής -ές [πατήρ, στερέω] van vader beroofd.
German (Pape)
ές, des Vaters beraubt, verwaist, γόνος, Aesch. Ch. 251.
Russian (Dvoretsky)
πατροστερής: лишившийся отца, осиротевший (γόνος Aesch.).
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που στερήθηκε τον πατέρα του, ο ορφανός από πατέρα («Ἠλέκτραν... πατροστερῆ γόνον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. ηλιοστερής].
Greek Monotonic
πατροστερής: -ές (στέρομαι), στερημένος από πατέρα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πατροστερής: -ές, ὁ ἐστερημένος πατρός, ὁ ἄνευ πατρός, Αἰσχύλ. Χο. 253.
Middle Liddell
πατρο-στερής, ές στέρομαι
reft of father, Aesch.