συγγραμμάτιον
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
τό, Dim. of σύγγραμμα, Luc.Herod.1, Longin.1.1.
German (Pape)
[Seite 962] τό, dim. von σύγγραμμα, Büchlein, kleine Schrift, Luc. Herod. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σύγγραμμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγραμμάτιον -ου, τό [σύγγραμμα] geschriftje, boekje.
Russian (Dvoretsky)
συγγραμμάτιον: (μᾰ) τό сочиненьице, книжка Luc.
Greek (Liddell-Scott)
συγγραμμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Λουκιαν. Ἡρόδ. 1, Λογγῖν. 1. 1.