γυλιαύχην
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, long-necked, scraggy-necked, Ar.Pax789.
Spanish (DGE)
(γῠλιαύχην) -ενος
que tiene el cuello como un macuto e.d. que no tiene cuello cóm. de los hijos de Carcino, Ar.Pax 789.
German (Pape)
[Seite 508] ενος, ὁ, Langhals, Ar. Pax 789.
French (Bailly abrégé)
χενος (ὁ, ἡ)
au long cou.
Étymologie: γύλιος, αὐχήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυλιαύχην -ενος [γυλιός, αὐχήν] met een dunne nek.
Russian (Dvoretsky)
γῠλῐαύχην: ενος adj. с длинной шеей Arph.
Greek (Liddell-Scott)
γῠλιαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ μακρὸν καὶ λεπτὸν ἔχων αὐχένα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 789· ἑρμηνευόμενος ὑπὸ Σουΐδ. διὰ τοῦ γυλιοτράχηλος.
Greek Monolingual
γυλιαύχην (-ενος), ο, η (Α)
μακρολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυλιός «επιμήκης σάκος με στενό στόμιο» + αυχήν (-ένος)].
Greek Monotonic
γῠλιαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακρύ και λεπτό αυχένα, λεπτό και αδύνατο λαιμό, σε Αριστοφ.