πολιτευτής

From LSJ
Revision as of 12:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῑτευτής Medium diacritics: πολιτευτής Low diacritics: πολιτευτής Capitals: ΠΟΛΙΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: politeutḗs Transliteration B: politeutēs Transliteration C: politeftis Beta Code: politeuth/s

English (LSJ)

πολιτευτοῦ, ὁ, statesman, Artem.1.79, Sch.Ar.Eq.161.

German (Pape)

[Seite 657] ὁ, der sich mit der Verwaltung der Staatsangelegenheiten beschäftigt, der Staatsmann, Sp.; von den Atticisten verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

πολῑτευτής: -οῦ, ὁ, ὁ πολιτευόμενος, δημαγωγός, Ἀρτεμίδ. 1. 79, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνσταντίνου 3. 1. ― Κατὰ Μοῖρ. (σ. 326) «πολιτεύειν καὶ πολιτεύεσθαι λέγεται, πολιτευτὴς οὐ λέγεται, ἀλλὰ δημαγωγὸς παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, πολιτευτὴς ἑλληνικῶς», κτλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πολιτεύομαι
πρόσωπο που μετέχει ενεργά στην πολιτική ζωή του τόπου επιδιώκοντας την ανάδειξη του σε αιρετή αρχή, ιδίως βουλευτικό αξίωμα, πολιτικός.