ζυγωτός

From LSJ
Revision as of 12:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγωτός Medium diacritics: ζυγωτός Low diacritics: ζυγωτός Capitals: ΖΥΓΩΤΟΣ
Transliteration A: zygōtós Transliteration B: zygōtos Transliteration C: zygotos Beta Code: zugwto/s

English (LSJ)

ζυγωτή, ζυγωτόν, (ζυγόω) yoked, ἅρματα ζ. S.El.702.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
joint ; attelé (de quatre chevaux).
Étymologie: adj. verb. de ζυγόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυγωτός -ή -όν [ζυγόω] ingespannen.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγωτός: [adj. verb. к ζυγόω запряженный или соединенный вместе (ἅρματα Soph.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζυγωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται κοντά, που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο κοντινός
2. το ουδ. ως ουσ. το ζυγωτό
βιολ. το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη σύζευξη δύο ετερόφυλων γαμετών
αρχ.
(για άρματα, άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ζυγό («ζυγωτών αρμάτων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κοντινός» προέρχεται από το ζυγώνω
το ουδ. της λ. το ζυγωτό, όπως και το ζυγώτης, αποτελούν αντιδάνειες λ., πρβλ. αγγλ. zygote (< ζυγόν)
ο τ. με την αρχ. σημ. < ζυγός.

Greek Monotonic

ζῠγωτός: -ή, -όν (ζυγόω), αυτός που έχει ζευχθεί σε ζυγό, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγωτός: -ή, -όν, (ζυγόω) μετὰ ζυγοῦ, ἔχων ζυγόν, ἅρμα ζ., Λατ. biga, Σοφ. Ἠλ. 702.

Middle Liddell

ζῠγωτός, ή, όν ζυγόω
yoked, Soph.