ἐπιτίμιος

From LSJ
Revision as of 12:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτίμιος Medium diacritics: ἐπιτίμιος Low diacritics: επιτίμιος Capitals: ΕΠΙΤΙΜΙΟΣ
Transliteration A: epitímios Transliteration B: epitimios Transliteration C: epitimios Beta Code: e)piti/mios

English (LSJ)

α, ον, honourable, πόλις IG12(8).528 (Thasos).

German (Pape)

[Seite 994] was Einem zur Ehre geschieht, ἔστ' Ὀρέστου ταῦτα τἀπιτίμια Soph. El. 903; übh. το ἐπιτίμιον, die Strafe, Vergeltung, Lohn, τοὐπιτίμιον λαβεῖν Aesch. Spt. 1012; τῶνδε τἀπιτίμια Pers. 809; δεῖξον ἀνθρώποισι τἀπιτίμια τῆς δυσσεβείας οἷα δωροῦνται θεοί Soph. El. 1374; ἐπιτίμια δέδωκεν Eur. Hec. 1086; ἐπιτίμια διδοῦσιν ἐκείνοις Her. 4, 80; bes. im att. Recht, die von den Richtern festgesetzte Strafe, meist in Geld, τοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχοι τοῦ φόνου Antiph. IV α 4; τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐπ. Lycurg. 4; ἔπεστι ταῖς ἐπαγγελίαις Is. 3, 47; ἔσται πρὸς τούτοις Dem. 24, 116; Sp., wie Plut. ἐπιτιμίοις μεγάλοις ἐξελθεῖν τοὺς λαχόντας ἀναγκάσαντες Coriol. 13; vgl. Meier u. Schömann att. Proc. p. 739.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui sert à honorer : τἀπιτίμιά τινος SOPH honneurs qu'on rend à qqn;
2 τὸ ἐπιτίμιον, τὰ ἐπιτίμια peine infligée par la loi ou par un tribunal ; châtiment, peine en gén.
3 τὸ ἐπιτίμιον valeur, prix.
Étymologie: ἐπί, τιμή.

Greek Monolingual

ἐπιτίμιος, -ον (Α)
1. έντιμος, αξιότιμος, δίκαιοςἐπιτίμιος πόλις», επιγρ.)
2. αυτός που χρησιμεύει για να τιμηθεί κάποιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτίμιον
βλ. επιτίμιο.