ἀκροβολία
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
ἡ, slinging, skirmishing, App.BC1.84, al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ escaramuza, tiroteo App.BC 1.84.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
engagement à distance, escarmouche de tirailleurs.
Étymologie: ἀκρόβολος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβολία: ἡ, τὸ σφενδονᾶν, ῥίπτειν μακρόθεν, ἡ ἁψιμαχία, Ἀππ. Ἐμφ. 1.84, κτλ.
Greek Monolingual
(I)
και ακροβολιά, η
σκόπιμη βοσκή που γίνεται στα άκρα τών σπαρμένων κυρίως αγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + βολή.
(II)
ἀκροβολία, η (Α) ἀκρόβολος
αψιμαχία, ακροβολισμός.
Greek Monotonic
ἀκροβολία: ἡ (ἀκροβόλος), εκσφενδόνιση, εκτόξευση, τουφεκίδι, αψιμαχία, άτακτος πόλεμος, σε Αππ.
Middle Liddell
ἀκροβόλος
a slinging, skirmishing, Appian.
German (Pape)
ἡ, das Schießen aus der Ferne, Plänkeln, App., z.B. B. civ. 1.84.