πολυκήτης

From LSJ
Revision as of 12:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκήτης Medium diacritics: πολυκήτης Low diacritics: πολυκήτης Capitals: ΠΟΛΥΚΗΤΗΣ
Transliteration A: polykḗtēs Transliteration B: polykētēs Transliteration C: polykitis Beta Code: polukh/ths

English (LSJ)

πολυκήτες, full of monsters, Νεῖλος Theoc.17.98.

German (Pape)

[Seite 664] ες, mit vielen Seeungeheuern, großen Seefischen, Theocr. 17, 98.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
abondant en poissons monstrueux.
Étymologie: πολύς, κῆτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκήτης -ες [πολύς, κῆτος] vol monsters.

Russian (Dvoretsky)

πολυκήτης: изобилующий речными чудовищами (Νεῖλος Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκήτης: -ες, πλήρης κητῶν, τεράτων, Νεῖλος Θεόκρ. 17. 98.

Greek Monolingual

-ύκητες, Α
(ποιητ. τ.) (για λίμνη, ποταμό, θάλασσα) αυτός που έχει πολλά κήτη («πολυκήτεα Νεῖλον ἐπεμβάς... ἐστάσατο κώμαις», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κήτης (< κῆτος, τὸ), πρβλ. μεγακήτης].

Greek Monotonic

πολῠκήτης: -ες (κῆτος), γεμάτος από τέρατα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

πολῠ-κήτης, ες κῆτος
full of monsters, Theocr.