ὑψίπρυμνος

From LSJ
Revision as of 12:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπρυμνος Medium diacritics: ὑψίπρυμνος Low diacritics: υψίπρυμνος Capitals: ΥΨΙΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsíprymnos Transliteration B: hypsiprymnos Transliteration C: ypsiprymnos Beta Code: u(yi/prumnos

English (LSJ)

ὑψίπρυμνον, with high stern, Str.4.4.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la poupe élevée.
Étymologie: ὕψι, πρύμνα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπρυμνος: -ον, ὁ ὑψηλὴν ἔχων πρύμναν, Στράβ. 195.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψίπρυμνος, -ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α
αυτός που έχει ψηλή πρύμνη
νεοελλ.
φρ. «υψίπρυμνο πλοίο» ή, απλώς, «το υψίπρυμνο»
ναυτ. πλοίο με υψηλή πρύμνη, χαρακτηριστικό τών πλοίων του μεσαίωνα, στα οποία η πρύμνη έφερε ογκώδες υπερστέγασμα διαμορφωμένο κατάλληλα για τη διαμονή του κυβερνήτη και τών αξιωματικών, πάνω από το οποίο υπήρχε το επίστεγο, κν. κάσαρο, που χρησίμευε ως γέφυρα του σκάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» / ὕψος + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εὔπρυμνος].

Greek Monotonic

ὑψίπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που έχει υψηλή πρύμνη, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὑψί-πρυμνος, ον, πρύμνα
with high stern, Strab.

German (Pape)

mit hohem Hinterteile, Strab. 4.4.1.