παρομοιάζω
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
to be like, τισι Ev.Matt.23.27.
German (Pape)
[Seite 526] = ὁμοιάζω, Matth. 23, 27.
French (Bailly abrégé)
avoir quelque ressemblance avec, τινι.
Étymologie: παρόμοιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρομοιάζω [παρόμοιος] gelijk zijn aan, met dat.
Russian (Dvoretsky)
παρομοιάζω: уподобляться (τάφοις κεκονιαμένοις NT - v.l. ὁμοιάζω).
Greek (Liddell-Scott)
παρομοιάζω: ὁμοιάζω, εἶμαι ὅμοιος, παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κγ΄, 27, Βασίλ. τ. 1, σ. 284C, κλ. 2) ἐνερ., = παρεικάζω, Παχυμ. Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168.
English (Strong)
from παρόμοιος; to resemble: be like unto.
English (Thayer)
(from παρόμοιος, and this from παρά (which see IV:1 (?)) and ὅμοιος); to be like; to be not unlike: R G T Tr marginal reading WH text (Several times also in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ και διαλ. τ. παραμοιάζω Ν ομοιάζω
μοιάζω με κάποιον ή με κάτι, είμαι ή φαίνομαι όμοιος, παρόμοιος με κάποιον («παρομοιάζετε τάφοις κεκονιασμένοις», ΚΔ)
νεοελλ.
(μτβ.) κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τον θεωρώ ως άλλον εξαιτίας της ομοιότητας («παρόμοιασα τον κύριο με τον πατέρα μου»)
νεοελλ.-μσν.
(μτβ.) θεωρώ ή παριστάνω κάποιον ως όμοιο με άλλον, τον συγκρίνω, τον παραβάλλω («τον παρομοιάζω με σοφό άνθρωπο»).
Greek Monotonic
παρομοιάζω: είμαι αρκετά όμοιος, τινί, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
to be much like, τινί NTest.
Chinese
原文音譯:paromoi£zw 爬羅-妹阿索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在旁-有如(化)
字義溯源:相似,好像;源自(παρόμοιος)=相似的);由(παρά)*=旁,出於)與(ὅμοιος)=好像)組成,其中 (ὅμοιος)出自(ὁμοῦ)=相同),而 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 你們好像(1) 太23:27