δεδοικότως
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
Adv. part. pf. of δείδω, = δεδιότως, Ruf.Interrog.2, Philostr.VA4.20.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente Ruf.Interrog.1, Philostr.VA 4.20.
German (Pape)
[Seite 534] furchtsam, Philostr. v. Apoll. 4, 20.
Greek (Liddell-Scott)
δεδοικότως: ἐπιρρ. μετοχ.πρκμ. τοῦ δείδω,Φιλόστρ. 157.
Greek Monolingual
δεδοικότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδοικώς του παρακμ. δέδοικα του δείδω (πρβλ. δεδιότως)].