πεώδης
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
πεῶδες, with a large πέος, Luc.Lex.12; cf. πεοίδης.
German (Pape)
[Seite 607] ες, mit einem starken männlichen Gliede versehen, Luc. Lex. 11.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεώδης -ες [πέος] met een grote pik.
Russian (Dvoretsky)
πεώδης: mutoniatus Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πεώδης: -ες, ὁ ἔχων μέγα καὶ ἐξωγκωμένον πέος, ὡσαύτως πεοίδης, Λουκ. Λεξιφάν. 12.