Ἀτλαντικός
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
Ἀτλαντική, Ἀτλαντικόν, of Atlas, τέρμονες Ἀ. the pillars of Hercules, E.Hipp.3, 1053; τὸ Ἀ. πέλαγος Pl.Ti.24e, Arist.Pr.946a29; ἡ Ἀ. θάλασσα Id.Mu.392b22:—also Ἀτλάντειος, α, ον, Critias 18.5 D.:—fem. Ἀτλαντίς, ίδος, as Patron., Hes.Th.938; title of work by Hellanicus (also Ἀτλαντιάς, Harp. s.v. Ὁμηρίδαι); θάλασσα ἡ Ἀ. καλουμένη Hdt.1.202; ἡ Ἀ. νῆσος, a fabulous island in the far West, Pl.Ti.25a, Str.2.3.6.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I geog. atlántico
1 en plu. τέρμονες Ἀτλαντικοί los términos o mojones atlánticos e.d., los peñones de Gibraltar y Gebel-Musa, E.Hipp.3, ὅροι E.HF 234, τόποι los lugares atlánticos prob. el propio océano y sus costas, E.Hipp.1053, νῆσοι islas identificadas c. Μακάρων νῆσοι (¿Canarias o Madeira y Porto Santo?), Plu.Sert.8.
2 en sg. Ἀ. ref. al océano Atlántico ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλός E.Fr.145, πέλαγος Pl.Ti.24e, Criti.114a, Arist.Pr.946a29, πέλαγος δὲ τὸ μὲν ἔξω τῆς οἰκουμένης Ἀτλαντικόν τε καὶ Ὠκεανὸν καλεῖται Arist.Mu.393a17, cf. Thphr.Vent.41, Eust.1390.12, identificado c. el «Océano» homérico, Crates Gr.Fr.32a, cf. Plb.16.29.6, Str.1.1.8, 2.18, 16.4.2, Plu.Pomp.38, Them.Or.10.141a, St.Byz.s.u. Κασπία θάλασσα
•Ἀ. θάλασσα Euthymenes p.408, Arist.Mu.392b23, 27, Heraclid.Pont.117, Scymn.139, Ph.1.378, Plu.Tim.20, Sert.8, Caes.23, Eust.1389.40, Atlanticum mare Plin.HN 37.37
•τὸ Ἀ. el Atlántico St.Byz.s.u. Ἡρακλεία, Lyd.Ost.43
•en el prov. μετρῆσαι τοῦ Ἀτλαντικοῦ πελάγους τὸ βάθος como algo imposible, Thdt.H.Rel.26.21.
II mit. de Atlante γένος Ἀ. familia atlántica o descendientes de Atlante primer rey de la Atlántida, Pl.Criti.120d, λόγος Ἀτλαντικός el relato de la Atlántida Plu.Sol.26, 31
•subst. τὰ Ἀτλαντικά o αἱ Ἀτλαντικαί los tratados Atlánticos o las hijas de Atlante (cf. Ἀτλαντιάς, Ἀτλαντίς) obra de Helánico, Sch.Il.18.486 (= Hellanic.19a); cf. Ἀτλαντιάς, Ἀτλαντίς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'Atlas, Atlantique : τέρμονες Ἀτλαντικοί les colonnes d'Hercule ; ἡ Ἀτλαντικὴ θάλασσα la mer Atlantique.
Étymologie: Ἄτλας.
Russian (Dvoretsky)
Ἀτλαντικός: атлантический (πέλαγος Plat., Arst.; θάλασσα Arst.): τέρμονες Ἄτλαντικοί Eur. Атлантические рубежи, т. е. Геракловы (Геркулесовы) столпы.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀτλαντικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ Ἄτλαντος, ὁ Ἀτλαντικός, τερμόνων τ᾽ Ἀτλαντικῶν, δηλ. τῶν στηλῶν τοῦ Ἡρακλέους, Εὐρ. Ἰππ. 3, καὶ τόπων Ἀτλαντικῶν αὐτόθι 1053· τὁ Ἀτλαντικόν πέλαγος Πλάτ. Τίμ. 24Ε· ἡ Ἀτλαντικὴ θάλασσα Ἀριστ. π. Κόσμ. 3· 2: - ὡσαύτως Ἀτλάντειος, α, ον, Εὐρ. Ἀποσπ. 597· - Ἀτλαντίς, ίδιος, ὡς πατρωνυμ., Ζηνί δ᾽ ἄρ᾽ Ἀτλαντίς Μαίη τέκε κύδιμον Ἐρμῆν Ἡσ. Θ. 938· ἡ ἔξω στηλέων θάλασσα ἡ Ἀτλαντίς καλεομένη Ἡρόδ. 1. 203: ἡ Ἀτλ. νῆσος, μυθική τις νῆσος εἰς τὰ ἀπώτατα δυσμικὰ μέρη, Πλάτ, Τίμ. 24Α, Στράβ. 102.
Greek Monotonic
Ἀτλαντικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον Άτλαντα, ο Ατλαντικός, τέρμονες Ἀτλαντικοί, για τις στήλες του Ηρακλή, σε Ευρ.· θηλ. Ἀτλαντίς, -ίδος, θάλασσα ἡ Ἀτλαντικὴ καλουμένη, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Ἀτλαντικός
of Atlas, Atlantic, τέρμονες Ἀτλ. the pillars of Hercules, Eur.