περισπέρχω
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
intr.,
A to be in great agitation, ib.2.334, 3.449, 4.330.
II Pass., to be agitated, angered, Λοκρῶν περισπερχθέντων τῇ γνώμῃ (Valck. for -σπερχεόντων) Hdt.7.207.
German (Pape)
[Seite 592] herumtreiben, -drängen, in Bewegung setzen, Opp. Hal. 2, 334. – Intr. in schneller, lebhafter Bewegung sein, vom unruhigen Meere, Opp. Hal. 3, 449, vgl. noch 4, 330, wo es übtr. gebraucht ist.
Greek (Liddell-Scott)
περισπέρχω: βιάζω πανταχόθεν, ἐπείγω, ἀναγκάζω, συνταράσσω, Ὀππ. Ἁλ. 2. 334· πρβλ. περισπερχέω. ΙΙ. ἀμεταβ., εὑρίσκομαι ἐν πολλῇ κινήσει καὶ ταραχῇ, αὐτόθι 3. 449., 4. 330.
Greek Monolingual
Α
1. βιάζω κάποιον από παντού, καταδιώκω, αναγκάζω, συνταράζω
2. παθ. περισπέρχομαι
συνταράζομαι, εξοργίζομαι
3. (για τρικυμισμένη θάλασσα) βρίσκομαι σε μεγάλη κίνηση και αναταραχή, αναταράζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σπέρχω «θέτω σε ταχεία κίνηση»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σπέρχω, alleen pass. opgewonden zijn.