παρώρεια
English (LSJ)
ἡ, (ὄρος) district on the side of a mountain, Plb.2.14.6, Onos.21.3, Babr.19.1, etc.: pl., Plb.2.34.15: freq. as pr. n., IPE12.32B16 (Olbia, iii B. C.), Str.8.3.18, etc.:—hence Παρωρεᾶται, οἱ, Hdt.4.148; Ion. Παρωρεῆται Id.8.73.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
région située le long d'une chaîne de montagnes.
Étymologie: παρά, ὄρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρώρεια -ας, ἡ [παρά, ὄρος] gebied in de buurt van een berg.
German (Pape)
ἡ, Gegend neben einem Berge; Pol. 2.14.6 und öfter; DS. 14.80; Strab.; minder gut sind die Formen παρορεία und παρορία, Lobeck Phryn. p. 712.
Russian (Dvoretsky)
παρώρεια: ἡ ὄρος местность, примыкающая к горе, подгорье Polyb., Diod.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
περιοχή στις πλαγιές του όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ώρεια (< ὄρος), πρβλ. ακρ-ώρεια, υπ-ώρεια. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
παρώρεια: ἡ (ὄρος), περιοχή στην πλαγιά βουνού, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
παρώρεια: ἡ, (ὄρος) μέρος χώρας παρὰ τὰ πλευρὰ ὄρους, Πολύβ. 2. 14, 6, Βαβρ. 19. 1, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πολύβ. 2. 34, 15· ἴδε ἐν λ. παρόρειος. Ὡς κύρ. ὄνομα Παρώρεια ἦτο ὄνομα πολλῶν τόπων μάλιστα δέ τινος ἐν Ἀρκαδίᾳ, οὗ οἱ κάτοικοι καλοῦνται Παρωρεᾶται παρ’ Ἡροδ. 4. 148, πρβλ. Στράβ. 346· ὡσαύτως τόπου τινὸς τῆς Ὀλβίας ἐν τῇ Ταυρικῇ χερσονήσῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 17.
Middle Liddell
παρ-ώρεια, ἡ, ὄρος
a district on the side of a mountain, Polyb.