ἀνοιστός
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ἀνοιστή, ἀνοιστόν, brought back, ἀ. ἔς τινα referred to some one for decision, Hdt.6.66 (v.l. ἀνωΐστου).
French (Bailly abrégé)
(ion. ἀνώϊστος) ή, όν :
au sujet de qui ou de quoi on en a référé, on recourt à.
Étymologie: adj. verb. de ἀναφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοιστός: ион. ἀνώϊστος 3 сообщенный, представленный на суд (кого-л.), доложенный (εἴς τινα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοιστός: Ἰων. ἀνώϊστος, η, ον, (ἀναφέρω, ἀνοίσω) ὁ ἀνενεχθεὶς εἴς τινα ὅπως ἀποφασίσῃ ἀνωΐστου δὲ γενομένου ... ἐς τὴν Πυθίην, ἀνενεχθέντος δὲ τοῦ πράγματος εἰς τὴν Πυθίαν, Ἡρόδ. 6. 66.
Greek Monolingual
ἀνοιστός, -ή, -ον (ρημ. επίθ.) (Α)
αυτός που έχει αναφερθεί κάπου ή σε κάποιον, αυτός που έχει ανακοινωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίσω, μέλλ. του αναφέρω].
Greek Monotonic
ἀνοιστός: -ή, -όν, Ιων. ἀνώϊστος, -η, -ον (ἀναφέρω, μέλ. ἀνοίσω), αυτός που έχει αναφερθεί, ἔς τινα, σε κάποιον για απόφαση, σε Ηρόδ.