πενταχοῦ
From LSJ
English (LSJ)
Adv. in five places, Hdt.3.117.
German (Pape)
[Seite 557] adv., fünffach; ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ, der sich in fünf Arme theilt, Her. 3, 117; Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
en cinq parties.
Étymologie: πέντε, -χου.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενταχοῦ [πέντε] adv., op vijf plaatsen.
Russian (Dvoretsky)
πεντᾰχοῦ: adv. в пяти направлениях: ποταμὸς διαλελαμμένος π. Her. река, разделившаяся на пять рукавов.
Greek (Liddell-Scott)
πενταχοῦ: Ἐπίρρ., εἰς πέντε τόπους, Ἡρόδ. 3. 117, (ἔνθα οἱ κώδ. πλὴν ἑνὸς πανταχοῦ).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε πέντε τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. αλλ-αχ-ού].
Greek Monotonic
πενταχοῦ: (πέντε), επίρρ., σε πέντε μέρη, σε Ηρόδ.