μάκρος
πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source
English (LSJ)
εος, τό, = μῆκος, length, Ar.Av.1131, cf. Sch.Il.23.419.
German (Pape)
[Seite 86] τό, = μῆκος, nur τοῦ μάκρους, Ar. Av. 1131.
Russian (Dvoretsky)
μάκρος: εος τό Arph. = μῆκος.
Greek (Liddell-Scott)
μάκρος: -ους, τό, = μῆκος, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1131, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 419· ἴδε Κοραῆν ἐν Ἡλιοδ. τόμ. 2. σελ. 132.
Greek Monolingual
-ους και -ου, το (AM μάκρος)
η μακρότητα, το μήκος, η έκταση ενός αντικειμένου στην οριζόντια διάστασή του («το μάκρος του δρόμου»)
νεοελλ.
1. η επιμήκυνση, το μάκρεμα
2. χρονική παράταση, μεγάλη διάρκεια
3. απομάκρυνση («μη μπορώντας να βαστά το μάκρος απ' την κόρη εβάλθηκε τσι πόνους του να συγκερνά ως εμπόρει», Ερωτόκρ.)
4. φρ. α) «τραβάω σε μάκρος
διαρκώ πάρα πολύ, παρατείνομαι
β) «του μάκρους» — κατά μήκος
νεοελλ.-μσν.
1. μεγάλη απόσταση, μεγάλη έκταση («της θάλασσας τα μάκρη»)
2. (στη γεν.) του μάκρους (ως επίρρ.) κατά μήκος, ως προς το μήκος («διὰ νὰ μετρήσει τὴν γῆν τοῦ μάκρου καὶ τοῦ πλάτου», Χούμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. πλατύς: πλάτος, φαρδύς: φάρδος)].
Greek Monotonic
μάκρος: -ους, τό, = μῆκος, σε Αριστοφ.