μάκρος

From LSJ
Revision as of 06:55, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάκρος Medium diacritics: μάκρος Low diacritics: μάκρος Capitals: ΜΑΚΡΟΣ
Transliteration A: mákros Transliteration B: makros Transliteration C: makros Beta Code: ma/kros

English (LSJ)

εος, τό, = μῆκος, length, Ar.Av.1131, cf. Sch.Il.23.419.

German (Pape)

[Seite 86] τό, = μῆκος, nur τοῦ μάκρους, Ar. Av. 1131.

Russian (Dvoretsky)

μάκρος: εος τό Arph. = μῆκος.

Greek (Liddell-Scott)

μάκρος: -ους, τό, = μῆκος, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1131, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 419· ἴδε Κοραῆν ἐν Ἡλιοδ. τόμ. 2. σελ. 132.

Greek Monolingual

-ους και -ου, το (AM μάκρος)
η μακρότητα, το μήκος, η έκταση ενός αντικειμένου στην οριζόντια διάστασή του («το μάκρος του δρόμου»)
νεοελλ.
1. η επιμήκυνση, το μάκρεμα
2. χρονική παράταση, μεγάλη διάρκεια
3. απομάκρυνση («μη μπορώντας να βαστά το μάκρος απ' την κόρη εβάλθηκε τσι πόνους του να συγκερνά ως εμπόρει», Ερωτόκρ.)
4. φρ. α) «τραβάω σε μάκρος
διαρκώ πάρα πολύ, παρατείνομαι
β) «του μάκρους» — κατά μήκος
νεοελλ.-μσν.
1. μεγάλη απόσταση, μεγάλη έκταση («της θάλασσας τα μάκρη»)
2. (στη γεν.) του μάκρους (ως επίρρ.) κατά μήκος, ως προς το μήκος («διὰ νὰ μετρήσει τὴν γῆν τοῦ μάκρου καὶ τοῦ πλάτου», Χούμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. πλατύς: πλάτος, φαρδύς: φάρδος)].

Greek Monotonic

μάκρος: -ους, τό, = μῆκος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

= μῆκος
length, Ar.