ἀστασία
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἡ, unsteadiness, inconstancy, Man.1.19: pl., Vett.Val.38.3.
Spanish (DGE)
(ἀστᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Man.1.19
1 inestabilidad, inconstancia ἐπὶ λέκτροις Man.l.c.
•inseguridad διὰ τὴν ἀστασίαν ὁρίζεσθαι Ptol.Harm.95.
2 plu. condiciones de poca seguridad Vett.Val.337.8, políticamente de los tíranos Orac.Sib.1.176, 8.185, cf. Sch.Th. en Wiener Denkschr.67.2.p.11.
German (Pape)
[Seite 374] ἡ, Unbeständigkeit, Sp., wie Man. 1, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰσία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἄστατος, ἔλλειψις σταθερότητος, ἀστάθεια Μανέθ. 1. 19, τῇ τῆς γνώμης ἀστασίᾳ Γ. Παχυμέρ. Μ. Παλαιολ. 1. σ. 9Ε.
Greek Monolingual
η (AM ἀστασία) άστατος
1. η αστάθεια, η έλλειψη σταθερότητας
2. ναυτ. χαρακτηρισμός του άστατου καιρού. Η λέξη δηλώνει, κυρίως, την αστάθεια του ανέμου ως προς την ένταση και τη διεύθυνσή του.
Translations
instability
Asturian: inestabilidá; Azerbaijani: sabitsizlik; Bulgarian: нестабилност; Catalan: inestabilitat; Chinese Mandarin: 不穩定/不稳定, 不穩定性/不稳定性, 不穩固/不稳固, 不穩固性/不稳固性; Dutch: instabiliteit; Finnish: epävakaus; French: instabilité; Galician: inestabilidade; German: Instabilität; Ancient Greek: ἀβεβαιότης, ἀβεβαίωσις, ἀκαταστασία, ἀκρισία, ἀστάθεια, ἀστασία, ἐπισφάλεια, μετάπτωσις, ῥύσις, τὸ ἀβέβαιον, τὸ ἀνέρειστον, τὸ ἀνίδρυτον, τὸ ἀστάθμητον, τὸ εὐμετάπτωτον, τὸ παλίμβολον, τὸ τρεπτόν; Irish: éagobhsaíocht; Italian: instabilità, dissesto; Latin: instabilitas; Malay: ketidakstabilan; Norwegian Bokmål: ustabilitet; Nynorsk: ustabilitet; Persian: ناپایداری; Polish: niestabilność; Portuguese: instabilidade; Russian: нестабильность, неустойчивость, непрочность, непостоянство, зыбкость, неуравновешенность; Spanish: inestabilidad; Tajik: нопойдорӣ; Ukrainian: нестабі́льність, несті́йкість
inconstancy
Bulgarian: непостоянност, колебливост; Catalan: inconstància; French: inconstance; Greek: αστάθεια, μεταβλητότητα, ευμεταβλητότητα; Ancient Greek: ἁψικορία, ἀστάθεια, ἐθελοκάκησις, ἀστασία, ἀκαταστασία, ἀβεβαιότης, τὸ ἀλλοπρόσαλλον; Irish: luaineacht; Maori: hārakiraki; Middle English: unstedefastnesse; Portuguese: inconstância; Spanish: inconstancia; Tagalog: kawalang-ligo