προσπήγνυμι

From LSJ
Revision as of 07:50, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπήγνῡμι Medium diacritics: προσπήγνυμι Low diacritics: προσπήγνυμι Capitals: ΠΡΟΣΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: prospḗgnymi Transliteration B: prospēgnymi Transliteration C: prospignymi Beta Code: prosph/gnumi

English (LSJ)

fut. -πήξω (προσπήξομαι is f.l. for προσπτύξομαι in Hsch.):—fix to or on, τινί [τι] E.Fr.679, etc.; τι πρός τι D.C.40.9; ἥλοις [τὸν ἀκινάκην] τῷ κολεῷ προσέπηξε Id.63.2: abs., crucify, Act. Ap.2.23:—Pass. with pf. Act. -πέπηγα, to be fixed on, Heliod. ap. Orib.49.4.72; περί τι D.C.45.17; ἰχθῦς -πεπηγὼς τῷ ἀγκίστρῳ Aristaenet.1.7.

German (Pape)

[Seite 777] (s. πήγνυμι), dazu, daran, dabei feststecken, Sp., wie N. T.

French (Bailly abrégé)

1 tr. fixer, attacher;
2 intr. être fixé, attaché à;
NT: (spéc.) crucifier.
Étymologie: πρός, πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πήγνυμι kruisigen.

Russian (Dvoretsky)

προσπήγνῡμι: прибивать, приколачивать (τί τινι Eur.; sc. τῷ σταυρῷ NT).

Greek (Liddell-Scott)

προσπήγνῡμι: καὶ -ύω, μέλλ. -πήξω˙ ― ἐμπήγω, καρφώνω τι εἴς τι ἢ ἐπί τινος, τινί τι Εὐρ. Ἀποσπ. 680, κτλ.˙ τι πρός τι Δίων Κ. 40. 9˙ ἥλοις [τὸν ἀκινάκην] τῷ κολεῷ προσέπηξε ὁ αὐτ. 63. 2˙ ― ἀπολ., καρφώνω εἰς τὸν σταυρόν, σταυρώνω, Πράξ. Ἀποστ. β´, 23. ― Παθ. μετὰ πρκμ. ἐνεργ. φωνῆς, πέπηγα, Κλήμ. Ἀλ. 45˙ περί τι Δίων Κ. 47. 17.

English (Strong)

from πρός and πήγνυμι; to fasten to, i.e. (specially), to impale (on a cross): crucify.

Greek Monolingual

ΜΑ
καρφώνω στον σταυρό, σταυρώνω («τοῦτον... διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε», ΚΔ)
αρχ.
στερεώνω, μπήγω κάτι πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»].

Greek Monotonic

προσπήγνῡμι: και -ύω, μέλ. -πήξω· στερεώνω, μπήγω ή καρφώνω πάνω σε, τί τινι, σε Ευρ.· απόλ., καρφώνω στο σταυρό, σταυρώνω, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

and -ύω fut. -πήξω
to fix to or on, τί τινι Eur.:—absol. to affix to the cross, crucify, NTest.

Chinese

原文音譯:prosp»gnumi 普羅士-胚格匿米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-繫牢
字義溯源:固定於,釘在,釘十字架;由(πρός)=向著)與(πήγνυμι)*=固定)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 釘十字架(1) 徒2:23