λαθραιόκοιτος
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
ὁ, adulterer, fornicator, Vett.Val.75.16.
Greek Monolingual
λαθραιόκοιτος, ὁ (Α)
μοιχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθραῖος + -κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. αγλαόκοιτος, κατάκοιτος].
Translations
adulterous
Bulgarian: блуден, извънбрачен; Catalan: adúlter; Czech: nevěrný; Esperanto: adulta; Finnish: uskoton, haureellinen, rietas; French: adultère; Galician: adúltero; German: ehebrecherisch; Ancient Greek: γαμοκλόπος, δίγαμος, κατάμοιχος, λαθραιόκοιτος, μοιχαλίς, μοιχευτής, μοιχευτός, μοιχεύτρια, μοιχικός, μοιχοτύπη, μοιχῶδες, μοιχώδης; Hungarian: házasságtörő; Irish: adhaltrach; Italian: adultero; Latin: adulter; Maori: tōkohi, toukohi; Norman: adultéthe; Plautdietsch: ehebräakjarisch; Polish: cudzołożny, pozamałżeński; Portuguese: adúltero; Romagnol: adùltar, adùlter; Russian: прелюбодейный, блудный, неверный, гулящий; Scottish Gaelic: adhaltranach; Spanish: adúltero