βδελύττομαι

From LSJ
Revision as of 10:34, 23 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

English (Abbott-Smith)

βδελύσσω (< βδέω, to stink), [in LXX chiefly for שׁקץ,תּעב;]
in cl., mid. only (Attic, βδελύττομαι); to make foul; pass., Re 21:8; mid., to turn away in disgust from, to detest: Ro 2:22 (Cremer, 137).

French (Bailly abrégé)

att.
f. βδελύξομαι, ao. ἐβδελύχθην, postér. ἐβδελυξάμην;
1 éprouver du dégoût;
2 éprouver de l'horreur pour, acc..
Étymologie: cf. βδέω.

German (Pape)

[Seite 440] att. βδελύττομαι, dep. pass., Ekel empfinden, verabscheuen, bes. von übelriechenden Dingen, βδελυχθείς Ar. Vesp. 792; τινά Lys. 794 u. öfter; καὶ πέφρικα Nubb. 1117 u. Sp., wie Pol. 33, 16; βδελυχθείη Plut. amat. 8 E. – Das act. βδελύσσω nur K. S.; βδελύξαι 1. Maccab. 1, 48; ἐβδέλυγμαι pass. N.T. Apocal. 21, 8.

Russian (Dvoretsky)

βδελύσσομαι: атт. βδελύττομαι
1 (aor. ἐβδελύχθην) испытывать отвращение, тж. чувствовать тошноту: βδελυχθεὶς ἐξέπτυσα Arph. от отвращения я (с)плюнул; ἐβδελυγμένος NT отвратительный, гнусный;
2 ненавидеть (τινα Arph.; τὴν ὑπεροψίαν τινός Plut.);
3 страшиться, бояться (ταύτην ἡμέραν Arph.: τό σημεῖον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βδελύσσομαι: Ἀττ. -ττομαι· μέλλ. -ύξομαι Ἱππ. 606. 49., 607. 33· ἀόρ. ἐβδελύχθην Ἀριστοφ. Σφηξ. 792, Πλούτ. Ἀλεξ. 57, κτλ.· μεταγεν. ἐβδελυξάμην Ἑβδ., Ἰώσηπ.· ἀποθ. (βδέω). Αἰσθάνομαι ἀποστροφὴν πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. ἐνθ’ ἀνωτ.· ἔχω ταραχὴν ἐν τῷ στομάχῳ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 792. 2) μ. αἰτ. αἰσθάνομαι ἀποστροφὴν πρός τι, ἀποστρέφομαί τι, ὁ αὐτ. Ἀχ. 586. κτλ. ΙΙ. μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργητ. μετὰ μεταβατ. σημασ. = κάμνω τινὰ νὰ γείνῃ βδελυκτός, κάμνω τινὰ ἀποστροφῆς ἄξιον, μέλλ. -ύξω, ἀόρ. ἐβδέλυξα, Ἑβδ. ‒ Μέσ. καὶ παθ., εἶμαι βδελυκτός, ἀποστροφῆς ἄξιος, μέλλ. -ύξομαι καὶ -υχθήσομαι, ἀόρ. ἐβδελυξάμην καὶ -ύχθην, πρκμ. ἐβδέλυγμαι, αὐτόθι· οἱ ἐβδελυγμένοι, οἱ μεμολυσμένοι (ἐν σχέσει πρὸς τὴν χρήσιν βδελύγματος, οἷον εἰδώλου), Ἀποκ. καʹ . 8· ‒ οὗτος ὁ πρκμ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας. Ἑβδ. (Παροιμ. κηʹ, 9).