φιλαλήθεια

From LSJ
Revision as of 12:54, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλᾰλήθεια Medium diacritics: φιλαλήθεια Low diacritics: φιλαλήθεια Capitals: ΦΙΛΑΛΗΘΕΙΑ
Transliteration A: philalḗtheia Transliteration B: philalētheia Transliteration C: filalitheia Beta Code: filalh/qeia

English (LSJ)

ἡ, sincerity, ingenuousness, τρόπου Them.Or.15.198b.

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, Wahrheitsliebe (?).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλαλήθης
η αγάπη για την αλήθεια, ειλικρίνεια
νεοελλ.
(φιλοσ.) α) (κατά τη μεταφυσ.-θεολ. αντίληψη) δεδομένη και απόλυτη ιδιότητα του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την έννοια της αλήθειας, έξω από κάθε τοπικό ή χρονικό προσδιορισμό
β) (κατά την ανθρωπολ. προσέγγιση) η τάση για αναζήτηση της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την αλήθεια, έννοια που δηλώνει συνήθως την καλή πίστη ή πρόθεση εκείνου που μιλάει, χωρίς να ταυτίζεται με την αλήθεια ή να συνεπάγεται την εγγύησή της.

Translations

sincerity

Arabic: إِخْلَاص‎; Azerbaijani: səmimilik, səmimiyyət; Belarusian: шчырасць, адкрытасць; Bulgarian: искреност; Catalan: sinceritat; Cebuano: sinceridad; Chinese Mandarin: 真誠/真诚, 真心, 誠實/诚实, 真摯/真挚, 誠意/诚意; Czech: upřímnost; Danish: oprigtighed; Dutch: oprechtheid; Esperanto: sincereco; Finnish: rehellisyys, vilpittömyys; French: sincérité; German: Aufrichtigkeit, Ehrlichkeit; Gothic: 𐌰𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐍂𐌴𐌹, 𐌰𐌹𐍂𐌺𐌽𐌹𐌸𐌰; Greek: ειλικρίνεια; Ancient Greek: ἀλάθεα, ἀλαθεία, ἀλάθεια, ἀλήθεια, ἀληθείη, ἀπλαστία, ἁπλότης, ἀφθαρσία, ἀψεύδεια, γνησιότης, εἰλικρίνεια, εἰλικρινότης, τἀληθές, τὸ γνήσιον, φιλαλήθεια; Hungarian: egyenesség, őszinteség; Italian: sincerità; Japanese: 誠実, 誠意; Khmer: ភាពស្មោះ; Korean: 성실(誠實), 성의(誠意); Latin: sinceritas; Macedonian: искреност; Malayalam: ആത്മാർത്ഥത; Norwegian Bokmål: oppriktighet; Polish: szczerość; Portuguese: sinceridade; Romanian: sinceritate; Russian: искренность, откровенность, честность; Serbo-Croatian Cyrillic: и̏скрено̄ст; Roman: ȉskrenōst; Slovak: úprimnosť; Slovene: iskrenost; Spanish: sinceridad; Swedish: uppriktighet; Thai: ความจริงใจ; Turkish: samimiyet; Ukrainian: щирість, відвертість; Vietnamese: sự chân thành