φαρμακώδης
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
φαρμακῶδες,
A of the nature of a φάρμακον,
1 medicinal, Arist.HA624a18, Mir.835b32, Pr.863b32; γάλα Thphr. HP 9.15.4 (Sup.); χυμοί Id.CP6.4.6 (Comp.); ποτήματα Sor.2.29; τὰ φαρμακωδέστερα φάρμακα ib.33.
2 poisonous, Plu.Ant. 47, 2.974c; poisoned, τοξεύματα Dsc.3.80; τὸ φ. Plu.2.17b.
3 of places, rich in medicinal herbs, Thphr. HP 9.15.4 (Posit. and Sup.).
German (Pape)
[Seite 1257] ες, von der Art eines φάρμακον, einem Arzneimittel, Gifte, Zaubermittel ähnlich, Theophr. u. A.; ὕδωρ, heilsam, Plut. Ant. 47.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de la nature d'une drogue, d'où
1 médicinal, salutaire ; τὸ φαρμακώδες PLUT les drogues, les remèdes;
2 vénéneux, empoisonné.
Étymologie: φάρμακον, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
φαρμᾰκώδης:
1 целительный, целебный (ἀλοιφή Arst.);
2 словно отравленный, т. е. нездоровый, негодный для питья (ὕδωρ Plut.);
3 похожий на лекарство, т. е. неприятный на вкус (ὥσπερ ἀλόη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν ἢ τὰς ἰδιότητας φαρμάκου, 1) θεραπευτικός, ἰαματικός, Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, π. Θαυμ. 77, Προβλ. 1. 40, Θεόφρ. τὸ φαρμ. Πλούτ. 2. 17Β. 2) δηλητηριώδης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 47., 2. 974C, κλπ.
Greek Monolingual
-ες / φαρμακώδης, -ῶδες, ΝΑ [[[φάρμακο]](ν)]
1. αυτός που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, θεραπευτικός
2. δηλητηριώδης
αρχ.
1. δηλητηριασμένος
2. (για τόπο) πλούσιος σε φαρμακευτικά βότανα
3. βαφικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαρμακῶδες·πικρή γεύση, φαρμακίλα.
Greek Monotonic
φαρμᾰκώδης: -ες (εἶδος),
1. αυτός που ταιριάζει στη φύση του φαρμάκου, θεραπευτικός, σε Αριστ.
2. δηλητηριώδης, σε Πλούτ.
Middle Liddell
φαρμᾰκ-ώδης, ες εἶδος
1. of the nature of a φάρμακον, medicinal, Arist.
2. poisonous, Plut.