ἠγάθεος
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, Dor. ἀγάθεος, most holy, of places immediately under divine protection, Πύλος, Λῆμνος, Il.1.252, 2.722; Πυθώ Hes. Th.499, Pi.P.9.71; χῶρος, ἄντρον A.R.3.981, 4.1131. (ἀγα-, θεός with Epic metrical lengthening.)
German (Pape)
[Seite 1149] η, ον (ἄγαν, vgl. ζάθεος), sehr göttlich, heilig; so nennt Hom. Länder u. Städte, die unter besonderm göttlichem Schutze standen, bes. Πύλος, Il. 1, 252, oft in der Od., Λῆμνος, Il. 2, 702, Νυσήϊον, 6, 133; so auch Pind., Πυθών P. 9, 71; sp. D.; χῶρος Ap. Rh. 3, 981; γενέθλη Christod. ecphr. 404. Hesych. erkl. πάνυ θεῖος.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
tout à fait divin, saint, sacré en parl. de lieux.
Étymologie: ἄγαν, θεῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἠγάθεος: дор. Pind. ἀγάθεος 3 (ᾰθ) целиком посвященный божеству, священнейший (Πύλος, Λῆμνος, Νυσήϊον Hom.; Πυθών Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠγάθεος: -η, -ον, Δωρ. ἀγάθ-, (ἄγαν, θεῖος, ἴδε Βουττμ. Λεξιλ.)·- ἁγιώτατος, ἱερώτατος, συχν. παρ’ Ὁμ., ἀείποτε ἐπὶ τόπων διατελούντων ἀμέσως ὑπὸ τὴν θείαν προστασίαν, Πύλος, Λῆμνος Ἰλ. Α. 252, Β. 722· Πυθὼ Ἡσ. Θ. 499, Πίνδ. Π. 9. 71· πρβλ. ζάθεος· - παρὰ Χριστιανοῖς ποιηταῖς ἐπὶ προσώπων, Ἀνθ. Π. 1. 91, κτλ.
English (Autenrieth)
highly divine, sacred, of localities, Il. 6.133, Od. 4.702. Cf. ζάθεος.
Greek Monotonic
ἠγάθεος: -η, -ον (ἄγαν, θεῖος), Δωρ. ἀγάθ-, εξαιρετικά θεϊκός, πανίερος, πανόσιος, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: most holy (Il.).
Other forms: ἀγάθεος (Pi. P. 9, 71)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἀγά-θεος metr. lengthened; cf. ἠνεμόεις from ἄνεμος and Schwyzer 104 n.1, Bechtel Lex. s. v., Chantraine Gramm. hom. 1, 98.
Greek Monolingual
ἠγάθεος, -έη, -ον, δωρ. τ. άγάθεος (Α)
(για τόπους που βρίσκονται κάτω από την προστασία θεών) πολύ θείος, πολύ ιερός, αγιότατος («ἠγάθεος Πύλος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επιτατικό πρόθημα αγα- + θεός, με μετρική έκταση του αρχικού α].
Middle Liddell
ἠγά-θεος, η, ον ἄγαν, θεῖος
very divine, most holy, Hom.
Frisk Etymology German
ἠγάθεος: (ep. seit Il.),
{ēgátheos}
Forms: ἀ̄γάθεος (Pi. P. 9, 71)
Meaning: hochheilig.
Etymology: Aus ἀγάθεος metrisch gedehnt; vgl. ἠνεμόεις von ἄνεμος und Schwyzer 104A.1 m. Lit., Bechtel Lex. s. v., Chantraine Gramm. hom. 1, 98.
Page 1,620