ποσαπλάσιος

From LSJ
Revision as of 06:50, 4 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποσαπλᾰ́σιος Medium diacritics: ποσαπλάσιος Low diacritics: ποσαπλάσιος Capitals: ΠΟΣΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: posaplásios Transliteration B: posaplasios Transliteration C: posaplasios Beta Code: posapla/sios

English (LSJ)

[πλᾰ], α, ον,
A how many times multiplied? how many fold? Pl.Men.83b.
2 c.gen., what multiple of…? ib.84e.

German (Pape)

[Seite 687] wie vielfach? wie vielmal größer? Plat. Men. 83 b.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
combien de fois plus grand ?
Étymologie: πόσος, -πλάσιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποσαπλάσιος -α -ον [πόσος, ~ διπλάσιος] hoeveel maal groter?

Russian (Dvoretsky)

ποσαπλάσιος: (λᾰ) во сколько раз больший: ἀλλὰ π.; - Τετραπλάσιος Plat. во сколько же раз больше (данный четырехугольник)? - Вчетверо.

Greek Monolingual

-α, -ο / ποσαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + -πλάσιος, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε -πλάσιος (πρβλ. πενταπλάσιος, εκατονταπλάσιος)].

Greek Monotonic

ποσαπλάσιος: -α, -ον·
1. πόσες φορές πολλαπλάσιος; πόσες φορές επαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? σε Πλάτ.
2. με γεν., ποιο πολλαπλάσιο του...; στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποσαπλάσιος: -α, -ον, ποσάκις περισσότερος ἢ ποσάκις ἐπαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? ἔνθαἀπόκρισις εἶναι τετραπλάσιον, Πλάτ. Μένων 83Β. 2) μετὰ γεν., τί πολλαπλάσιον τοῦ...; αὐτόθι 84Ε.

Middle Liddell

ποσα-πλάσιος, η, ον
1. how many times multiplied? how many fold? Lat. quotuplex? Plat.
2. c. gen. what multiple of… ? Plat.