damage
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. βλάπτειν, ἀδικεῖν, κακοῦν, κακουργεῖν, διαφθείρω, διαφθείρειν, αἰκίζεσθαι, P. καταβλάπτειν, καταβλάπτω (Plato).
substantive
P. and V. βλάβη, ἡ, διαφθορά, ἡ, ζημία, ἡ, βλάβος, τό.
doing no damage: P. and V. ἀβλαβής, P. ἀσινής (Plato); see harmless.
damages (at law): P. and V. ζημία, ἡ, P. καταδίκη, ἡ, Ar. and P. τίμημα, τό.