μύκλα

From LSJ
Revision as of 10:04, 31 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύκλα Medium diacritics: μύκλα Low diacritics: μύκλα Capitals: ΜΥΚΛΑ
Transliteration A: mýkla Transliteration B: mykla Transliteration C: mykla Beta Code: mu/kla

English (LSJ)

ἡ, and μύκλος, ὁ,
A black stripe on the neck and feet of the ass, acc. to Hsch.; or a fold on its neck, acc. to EM594.18; of the ass itself, PTeb.409.7 (i A. D., μοικ-).
II μύκλοι, οἱ, lewd, lustful persons, Hsch., cf. Archil.183, Lyc.771; μύκλα κάνθων, of the ass, Id.816; cf. μυχλός.

Greek (Liddell-Scott)

μύκλα: ἡ, καὶ μύκλος, ὁ, καθ’ Ἡσύχ.: «μύκλαι· αἱ ἐπὶ τῶν ὄνων γραμμαὶ μέλαιναι, τοῖς τραχήλοις καὶ τοῖς ποσὶν ἐγγινόμεναι»· ἢ κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγ. 594, 18, «μύκλον, τὴν ἐν τῷ τραχήλῳ τῶν ὄνων ὑποδίπλωσιν»· κατὰ δὲ τὸν Σουΐδ.: «μύκλος, ὁ τράχηλος». ΙΙ. μύκλος ἢ μύχλος φαίνεται ὅτι ἦτο Αἰολ. τύπος ἀντὶ τοῦ μάχλος, καὶ ἑπομένως = λάγνος, ἐντεῦθεν οἱ Φωκεῖς ἐκάλουν τὸν ὀχευτὴν ὄνον μύχλον, Ἡσύχ.· καὶ ὑπὸ τοῦ Λυκόφρ. 816 καλεῖται ὁ ὄνος μύκλος κάνθων· ἀλλ’ ἐν 771 ὁ Λυκόφρ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ λάγνου ἀνθρώπου· πρβλ. Ἀρχίλ. 172.

Greek Monolingual

μύκλα, ἡ και μύκλος και μύχλος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μύκλαι
αἱ ἐπὶ τῶν ὄνων γραμμαὶ μέλαιναι, τοῖς τραχήλοις καὶ τοῖς ποσὶν ἐγγιγνόμεναι»
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «μύκλον, τὴν ἐν τῷ τραχήλῳ τῶν ὄνων ὑποδίπλωσιν»
3. (κατά το λεξ. Σουδα) «μύκλος, ὁ τράχηλος»
4. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ μύκλοι και μύχλοι
«οἱ λάγνοι, oἱ οχευταί»
5. (το αρσ.) οχευτής όνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύκλος με σημ. «λάγνος, οχευτής» μαρτυρείται στον Αρχίλοχο, από όπου ορισμένοι σχολιαστές θεώρησαν ότι πρόκειται για ανθρωπωνύμιο. Η λ. χρησιμοποιήθηκε επίσης και ως προσδιοριστικό του όνου. Με την ίδια σημ. χρησιμοποιήθηκε και ο τ. μύχλος. Οι τ. μύκλος και μύχλος (πιθ. < μύκσλος) συνδέονται με το λατ. mūlus «ημίονος» (< mucslos) και με τα: αλβ. mŭsk, αρχ. ρωσ. mŭskŭ «ημίονος». Το γεγονός, εξάλλου, ότι η εκτροφή του ημιόνου ανάγεται στην περιοχή του Πόντου εξηγεί και τους παράλληλους τ. μύκλος / μύχλος, καθώς η λ., για να φτάσει στην Ελλάδα, πέρασε από ενδιάμεσους σταθμούς. Η σημ., τέλος, τών τ. μύκλοι και μύκλαι «αἱ ἐπὶ τῶν ὄνων γραμμαὶ μέλαιναι» παραμένει δυσερμήνευτη].

German (Pape)

ἡ, = μύκλος, Hesych.