ρυπαρός

From LSJ
Revision as of 14:48, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥυπαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» — λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.)
2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῖται», Διον. Αλ.)
αρχ.
1. αγενής, αγροίκος
2. (για νόμισμα) κατασκευασμένος από ευτελές μέταλλο ή από μίγμα αργύρου ή χρυσού («ἀργυρίου ῥυπαρὰς δραχμὰς τεσσαράκοντα», πάπ.)
3. (για σιτηρά) αυτός που δεν έχει λιχνιστεί («κριθὴ ῥυπαρά», πάπ.)
4. μτφ. (για πρόσ.) μικροπρεπής ή αισχροκερδής ή φιλάργυρος.
επίρρ...
ρυπαρώς / ῥυπαρῶς ΝΜΑ, και ρυπαρά Ν
με ρυπαρό, ανήθικο τρόπο
αρχ.
με μικροπρεπή τρόπο, με δουλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρύπος].

Mantoulidis Etymological

(=ἀκάθαρτος). Ἀπό τό ρύπος (ἀκαθαρσία), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: ρυπαίνω, ρύπανσις, ρύπασμα, ρυπαρία, ρυπάω (=εἶμαι βρόμικος), ρυπόω (=λερώνω), ρύπτω (=καθαρίζω).