ὑπήνεμος
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ὑπήνεμον, (ἄνεμος)
A sheltered from the wind, S.Ant.411; ἀκτή Theoc.22.32; λιμήν Poll.1.100; (τόποι) Thphr. CP 3.6.9; opp. προσήνεμος, ἐκ τοῦ ὑπηνέμου = on the leeside, X.Oec.18.7; ὑπηνέμους ποιεῖσθαι τὰς νεοττεύσεις to make the nests in sheltered places, Arist.HA559a3; ἐν ὑπηνέμοις (sc. τόποις) ib.568b26: metaph., gentle, αὔρα E.Cyc.44 (lyr.).
II swift as the wind, APl.4.54; epithet of Mars, Cat.Cod.Astr.2.81.
III = ὑπηνέμιος (idle, empty) II.2, ἐπιθυμίαι, δόξαι, D.Chr.20.24 codd., Alciphr.2.2.
German (Pape)
[Seite 1205] unter dem Winde, d. i. im Schutz vor dem Winde, Soph. Ant. 407; dem Winde nicht ausgesetzt, Gegensatz προσήνεμος, Xen. Oec. 18, 7; vgl. Arist. H. A. 6, 1. – Auch = windschnell, αὔρα Eur. Cycl. 44; – δόξαι, nichtig, Alciphr. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est à l'abri du vent : ἐκ τοῦ ὑπηνέμου XÉN du côté abrité du vent.
Étymologie: ὑπό, ἄνεμος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπήνεμος:
1 слабо дующий, легкий (αὔρα Eur.);
2 защищенный от ветра, подветренный (ἄκροι πάγοι Soph.; ἀκτή Theocr.): ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις Arst. вить гнезда в укрытых от ветра местах.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ ἀνέμου, ἀντίθετ. τῷ προσήνεμος, Σοφ. Ἀντ. 511· ἀκτὴ Θεόκρ. 22. 32· λιμὴν Πολυδ. Α΄, 100· τόπος Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 9· ἢν δέ τις, ἔφη, λικμᾷ ἐκ τοῦ ὑπηνέμου ἀρχόμενος; δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι εὐθὺς ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα, θὰ πέσωσιν εἰς τὸν ἀχυρῶνα, Ξεν. Οἰκ. 18, 7· ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις, ποιεῖν τὰς φωλεὰς ἐν πεφυλαγμένοις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου τόποις, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 1, 6 ἐν ὑπηνέμοις (ἐξυπακ. τόποις) αὐτόθι 14, 11· - μεταφ., ἤπιος, ἥσυχος, ἐλαφρός, αὔρα Εὐρ. Κύκλ. 44. ΙΙ. ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, Ἀνθ. Πλαν. 54. ΙΙΙ. = ὑπηνέμιος ΙΙ. 2, δόξαι, ἐπιθυμίαι Ἀλκίφρων 2. 2, 7. πρβλ. Δίωνα Χρυσόστ. 1. 499.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπήνεμος, -ον, ΝΜ
απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ' ἐπὶ θῖνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.)
νεοελλ.
φρ. «υπήνεμο κύμα»
(μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται κατά την κατακόρυφη διεύθυνση στην υπήνεμη πλευρά τών οροσειρών
αρχ.
1. ήπιος, ελαφρός («ὑπήνεμος αὔρα», Ευρ.)
2. γρήγορος σαν τον άνεμο
3. ὑπηνέμιος, μάταιος («ὑπήνεμοι ἐπιθυμίαι», Αλκίφρ.)
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπήνεμος·απάνεμος τόπος.
επίρρ...
υπηνέμως και υπήνεμα Ν
απάνεμα, με προστασία από τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. δı-ήνεμος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Το επίρρ. υπηνέμως μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].
Greek Monotonic
ὑπήνεμος: -ον (ἄνεμος), απάνεμος, αυτός που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο, σε Σοφ., Θεόκρ.· ἐκ τοῦ ὑπηνέμου, στην απάνεμη μεριά, σε Ξεν.· μεταφ., ήπιος, ήσυχος, σε Ευρ.
II. ταχύς, γρήγορος σαν τον άνεμο, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὑπ-ήνεμος, ον, ἄνεμος
I. under the wind, under shelter from it, Soph., Theocr.; ἐκ τοῦ ὑπηνέμου on the lee-side, Xen.: metaph. gentle, Eur.
II. swift as the wind, Anth.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν προσβάλλεται ἀπό ἀνέμους). Ἀπό τό ὑπό + ἄνεμος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.