βησσήεις
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
βησσήεσσα, βησσήεν, of a glen or like a glen, woody, ἄγκεα, δρία, Hes.Op. 389,530; οὔρεα D.P.1183; νομός Coluth.41.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
semejante a una cañada, encajonado ἄγκεα Hes.Op.389, δρία Hes.Op.530, οὔρεα D.P.1183, νομός Colluth.41.
German (Pape)
[Seite 442] εσσα, εν. schluchtenreich od. waldig, ἄγκεα· Hes. O. 387; δρυμά Tb. 130; οὔρεα Dion. P. 1183; νομός Coluth. 41.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
encaissé comme un vallon.
Étymologie: βῆσσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βησσήεις -εσσα -εν βῆσσα rijk aan bergkloven.
Russian (Dvoretsky)
βησσήεις: ήεσσα, ήεν (изрытый) лесистыми ущельями, лесистый (ἄγκεα, δρυμά Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
βησσήεις: εσσα, εν, κοιλώδης, φαραγγώδης, δρυμώδης, ἄγκεα, δρυμὰ Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 389, 530.
Greek Monolingual
βησσήεις, -εσσα, -εν (Α) βήσσα·1. αυτός που ανήκει σε δασωμένο φαράγγι
2. ο όμοιος με βήσσα.
Greek Monotonic
βησσήεις: -εσσα, -εν, κοιλώδης, φαραγγώδης, δρυμώδης, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
[from βῆσσα
of or like a glen, wooded, Hes.
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog