ἀνάπνευσις

From LSJ
Revision as of 14:50, 8 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπνευσις Medium diacritics: ἀνάπνευσις Low diacritics: ανάπνευσις Capitals: ΑΝΑΠΝΕΥΣΙΣ
Transliteration A: anápneusis Transliteration B: anapneusis Transliteration C: anapnefsis Beta Code: a)na/pneusis

English (LSJ)

ἀναπνεύσεως, ἡ,
A recovery of breath: respite from, ὀλίγη δέ τ' ἀνάπνευσις πολέμοιο Il.11.801, 16.43.
II breathing in, ὕδατος, of fishes, Pl. Ti.92b; inhalation, opp. ἔκπνευσις, Arist.HA492b8.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): poét. ἄμπνευσις Q.S.11.438
I respiro, reposo πολέμοιο Il.11.801, 16.43, Q.S.l.c., οὐδέ τις ἦεν ἀνάπνευσις μογέοντι A.R.2.474.
II 1inspiración, acción de inspirar op. ἔκπνευσις Arist.HA 492b8
medic. inhalación ἀ. ποιέειν Hp.Morb.3.3.
2 respiraciónἀνάπνευσις ψόφον τινὰ παρέχει Arist.Pr.904b12
c. gen. ὕδατος de los peces, Pl.Ti.92b, τοῦ ἀέρος M.Ant.6.15.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de reprendre haleine, de se reposer de.
Étymologie: ἀναπνέω.

German (Pape)

ἡ, das Aufatmen, Atemholen, Arist. Gew. das Verschnaufen, die Erholung, πολέμου, Kriegesraft, Il. 11.801, 16.43, 18.201; Ap.Rh. 2.474.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπνευσις: εως ἡ
1 вдыхание, вдох Plat., Arst.;
2 передышка, отдых (ὀλίγη ἀ. πολέμοιο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπνευσις: -εως, ἡ, (ἀναπνέω) ἀνάκτησις ἀναπνοῆς, ἀνακούρισις, ἀνάπαυλα ἀπό…, ὀλίγη δὲ τ’ ἀνάπνευσις πολέμοιο Ἰλ. Δ. 801, Π. 43, ΙΙ. εἰσπνοή, Πλάτ. Τίμ. 92B· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔκπνευσις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7.

English (Autenrieth)

(ἀναπνέω): recovering of breath, respite; πολέμοιο, ‘from fighting.’ (Il.)

Greek Monolingual

ἀνάπνευσις (-εως), η (Α)
1. ανάκτηση της αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα
2. αναπνοή
3. εισπνοή (αντίθ. του ἔκπνευσις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνεύσιμος].

Greek Monotonic

ἀνάπνευσις: -εως, ἡ (ἀναπνέω), ανάκτηση της αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀναπνέω
recovery of breath, respite from a thing, c. gen., Il.