προίκα
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
Greek Monolingual
η / προίξ, -ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α
η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια της νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο
αρχ.
1. δώρο, χάρισμα
2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῖκα
α) δωρεάν, ως χάρισμα («ἀρετὴ τὸ προῖκα τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν», Αντιφάν.)
β) τίμια και ειλικρινά («προῖκα τὰ πράγματα κρίνω καὶ λογίζομαι», Δημοσθ.)
γ) από μόνος μου, χωρίς δάσκαλο («παῖς... κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ' ἐπίσταται», Σοφ.)
δ) επί πλέον, επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προίξ, -κός, σύνθ. με την πρόθεση πρό (πρβλ. πρόσ-φυξ, ἄντυξ), ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα sik- της IE sēik- «φθάνω, πιάνω με το χέρι» (βλ. λ. ἵκω) και συνδέεται με το λιθουαν. siekiu, siekti «απλώνω το χέρι, περιμένω με ανοιχτή την παλάμη». Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα -ye-/ -yo- το ρ. προΐσσομαι (< προΐκ-jομαι), από όπου το δηλωτικό του δράστη ενεργείας προΐκτης. Ως αρχική σημ. του τ. θα πρέπει να θεωρηθεί η πράξη του απλώματος του χεριού για να δώσει και επίσης η αντίστροφη κίνηση αυτού που ζητάει, που απλώνει το χέρι για να πάρει, από όπου και οι σημ. τών προΐσσομαι «ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω» και προΐκτης «επέτης, ζητιάνος» (πρβλ. και το ερμήνευμα του Ησύχ. «προικός
πτωχός»)].
Translations
dowry
Afrikaans: bruidsprys, lobola; Albanian: pajë, prikë; Arabic: دُوطَة, مَهْر; Egyptian Arabic: مهر; Armenian: օժիտ; Azerbaijani: cehiz; Belarusian: пасаг, выправа, вена; Bengali: যৌতুক; Breton: argouroù; Bulgarian: зестра, придан, чеиз, вено, вено; Burmese: ခန်းဝင်ပစ္စည်း; Catalan: dot; Chinese Mandarin: 嫁妝, 嫁妆, 陪嫁, 陪送; Czech: věno; Danish: medgift; Dutch: bruidsschat; Esperanto: doto; Estonian: kaasavara; Finnish: myötäjäiset; French: dot; Galician: dote; Georgian: მზითევი; German: Aussteuer; Mitgift, Brautschatz; Greek: προίκα; Ancient Greek: προίξ, φερνή; Hebrew: נְדוּנְיָה; Hindi: दहेज़, जहेज़, महर; Hungarian: hozomány; Ido: doto, doario; Indonesian: mas kawin, mahar; Irish: coibhche, crodh, spré; Italian: dote; Japanese: 持参金; Kannada: ವರದಕ್ಷಿಣೆ; Kazakh: жасау; Khmer: ជំនូន; Korean: 지참금(持參金); Kurdish Northern Kurdish: next, qelen, cihêz; Kyrgyz: сеп; Latin: dos, maritagium; Latvian: pūrs; Lithuanian: kraitis; Luxembourgish: Dott; Macedonian: мираз, чеиз, приќе; Malay: mahar, mas kahwin; Malayalam: സ്ത്രീധനം; Manchu: ᡶᡠᡩᡝᡥᡝ, ᡶᠵᠠᡴᠠ; Maori: reperepe, tāpākūhā; Norwegian Bokmål: medgift; Nynorsk: medgift; Old East Slavic: вѣно; Persian: جهیزیه, جهاز, جهیز, مهر, کابین; Plautdietsch: Brutpriess; Polish: posag, wiano; Portuguese: dote; Punjabi Gurmukhi: ਦਾਜ; Shahmukhi: داج; Rajasthani: देज; Romanian: zestre; Russian: приданое, вено; Serbo-Croatian Cyrillic: мираз, вијено, женинство, прћија; Roman: miraz, vijeno, ženinstvo, prćija; Slovak: veno; Slovene: dota; Sotho: lobola; Spanish: dote; Swahili: mahari; Swedish: hemgift; Tagalog: bigay-kaya, ubad; Tajik: ҷиҳоз, маҳр; Tamil: வரதட்சனை, சீதனம்; Telugu: కట్నం, వరకట్నం; Thai: สินสอด; Turkish: çeyiz, başlık, drahoma; Ugaritic: 𐎎𐎅𐎗; Ukrainian: посаг, виправа, виправа, придане, придане, ві́но, дівизна; Urdu: جہیز, دہیز, مہر; Uzbek: sep, mahr; Vietnamese: của hồi môn; Volapük: jigamagivot; Welsh: gwaddol, argyfrau, agweddi; Westrobothnian: heimafåli; Yiddish: נדן; Zulu: ilobolo