ἀπόρθητος

From LSJ
Revision as of 10:40, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρθητος Medium diacritics: ἀπόρθητος Low diacritics: απόρθητος Capitals: ΑΠΟΡΘΗΤΟΣ
Transliteration A: apórthētos Transliteration B: aporthētos Transliteration C: aporthitos Beta Code: a)po/rqhtos

English (LSJ)

ἀπόρθητον, not sacked, unravaged, Πριάμοιο.. ἀ. πόλις ἔπλεν Il.12.11; ἀρχαγοὺς ἀπορθήτων ἀγυιᾶν B.8.52, cf. 99; Θάσον ἀ. λείπειν Hdt.6.28; ἀ. χώρα Hell.Oxy.16.3; of Attica, E.Med.826, cf. A.Pers. 348; of Laconia, Din.1.73, cf. Lys.33.7; οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε; Antiph.117.

Spanish (DGE)

-ον
1 no saqueado, no devastado πόλις Il.12.11, A.Pers.348, E.Hec.906, A.R.4.1028, D.C.66.5.4, Θάσος Hdt.6.28, χώρα E.Med.826, Din.1.73, Hell.Oxy.21.3, ἀγυιαί B.8.52, γῆ Ael.VH 12.64, Λακεδαίμων Io Sam., tb. de los lacedemonios, Lys.33.7, Antiph.117, αἱ πατρίδες Them.Or.15.186a, cf. Hsch.
2 inexpugnable, inconquistable ὁρμητήριον Arsameia 25 (I a.C.), Κρηπίς IGLS 1.37 (Nemrud Dagh I a.C.).

German (Pape)

[Seite 321] unzerstört, Il. 12, 11; Her. 6, 28; Aesch. Pers. 340; χώρα, unverwüstet, Eur. Med. 826, wo ein cod. ἀπορθήτη hat; unzerstörbar, χώρα – νομιζομένη Din. 1, 73; vgl. Lys. 33, 7; Λάκωνες ἀπόρθητοι Antiphan. bei Ath. XV, 681 c.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
non dévasté.
Étymologie: , πορθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρθητος: и 3 неразрушенный, неразоренный (πόλις Hom., Aesch.; νῆσος Her.; χώρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρθητος: -ον, ὡσαύτως ἴσως -η, ον, Πόρσ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 822: ― μὴ ἁλούς, μὴ κυριευθείς, Πριάμοιο ἀπ. πόλις ἔπλεν Ἰλ. Μ. 11· Θάσον ἀπ. λείπειν Ἡρόδ. 6. 28· ἀπ. χώρα, περὶ τῆς Ἀττικῆς, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 348· περὶ τῆς Λακωνίας, Δείναρχ. 99. 27, πρβλ. Λυσ. 914. 16, Reisk.· οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαριστῇ» 1.

English (Autenrieth)

(πορθέω): unsacked, undestroyed; πόλις, Il. 12.11†.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόρθητος, -ον) [[[πορθώ]] (-έω)]
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να κυριευθεί.

Greek Monotonic

ἀπόρθητος: -ον, σπανίως -η, -ον (πορθέω), αυτός που δεν έχει αλωθεί, δεν έχει κυριευθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

πορθέω
not sacked, unravaged, Il., Hdt., Attic