Μάγνης

From LSJ
Revision as of 10:54, 19 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μάγνης Medium diacritics: Μάγνης Low diacritics: Μάγνης Capitals: ΜΑΓΝΗΣ
Transliteration A: Mágnēs Transliteration B: Magnēs Transliteration C: Magnis Beta Code: *ma/gnhs

English (LSJ)

Μάγνητος, ὁ, Magnesian, i.e. a dweller in Magnesia in Thessaly, Il.2.756, S.El.705, etc.; or in Magnesia in Lydia, Hdt.3.90, etc.: —fem. Μάγνησσα Theoc.22.79:—hence Μαγνησίη, ἡ, Magnesia in Asia, Hdt.3.122, al.; in Thessaly, Id.7.176, al.:—Adj. Μαγνητικός, Μαγνητική, Μαγνητικόν, Magnesian, A.Pers.492: fem. Μαγνῆτις, -ιδος, ἵπποι Pi.P.2.45, cf. S.Fr.1066.
2 Μάγνης (sc. οἶνος), ὁ, Hermipp.82.
b a throw of the dice, Hsch.
II Μαγνῆτις λίθος, ἡ, the magnet, E.Fr.567, cf. Pl.Ion533d, Eub.77, etc.: without λίθος, Sch.Pl.R.600a; also ἡ Μαγνησίη λίθος Hp.Int.21, cf. Ach.Tat.1.17; ἡ Μάγνησσα Orph. L.307; ὁ Μάγνης λίθος Porph.Abst.4.20; ὁ Μάγνης alone, Alex.Aphr. Pr.2.59; Μάγνης ὁ πνέων PMag.Par.1.2631; also ὁ Μαγνήτης λίθος Dsc. 5.130, Phlp.in Ph.403.23; ἡ Μαγνῆτις πέτρα Dsc.5.126.
2 Μαγνῆτις λίθος, also, a mineral resembling silver, prob. a kind of talc, Thphr.Lap.41.
III μαγνησία, ἡ, name of several ores and metallic amalgams, Zos.Alch.p.188 B., Maria ap.eund.p.192 B.

German (Pape)

[Seite 79] ητος, ἡ, s. nom. pr., davon λίθος μαγνήτης od. μαγνῆτις, auch μαγνήσιος, der Magnetstein, der früher λίθος Ἡρακλεία hieß, vgl. Plat. Ion 533 d, ἐν τῇ λίθῳ, ἣν Εὐριπίδης μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν; Diosc. u. a. Sp., Ep. ad. 30 (XII, 152). – Auch ein dem Silber ähnliches Mineral, das verarbeitet u. gedreht wurde, vielleicht eine Talkart, s. Buttm. in Wolfs Anal. II p. 5 ff.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
adj. m.
de Magnésie.

Russian (Dvoretsky)

Μάγνης: ητος ὁ
1 житель или уроженец Магнесии, магнесиец Hom., Soph.;
2 Магнет (родом из Икарии, один из древнейших атт. комедиографов) Arph., Arst.
3 ητος adj. магнесийский Pind., Thuc. etc.
4 μάγνης: ητος ὁ магнит (σιδηραγωγός Sext.).

English (Slater)

Μάγνης
1 of Magnesia in Thessaly. Μάγνητι Κενταύρῳ i. e. Cheiron, whose cave was on Mt. Pelion (P. 3.45) m. pl. pro subs., ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος (P. 4.80) ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν i. e. Akastos, king of Iolkos. (N. 5.27)

Greek Monolingual

ο, θηλ. Μάγνησσα (AM Μάγνης, -ητος, θηλ. Μάγνησσα, Α και Μαγνῆτις)
ο κάτοικος της Μαγνησίας της Θεσσαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μαγνησία
μσν.-αρχ.
(ως προσηγορικό) ο μαγνήτης («ἕλκεται ὑπὸ μάγνητος σίδηρος», Αλέξ. Αφρ.)
αρχ.
1. (ως προσηγορικό) α) είδος εύγευστου κρασιού της Μαγνησίας
β) (κατά τον Ησύχ.) ονομασία μιας βολής, ριξιάς τών ζαριών
2. ο κάτοικος τών αρχαίων πόλεων με την ονομασία Μαγνησία, της Καρίας και της Λυδίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. Μαγνησία)].

Greek Monotonic

Μάγνης: -ητος, ὁ,
I. Μαγνήσιος, κάτοικος της Μαγνησίας στη Θεσσαλία, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· κάτοικος της Μαγνησίας στη Λυδία, σε Ηρόδ., κ.λπ.· θηλ. Μάγνησσα, σε Θεόκρ.· επίθ. Μαγνητικός, , -όν, αυτός που προέρχεται από τη Μαγνησία, σε Αισχύλ.· θηλ. Μαγνῆτις, -ιδος, σε Πίνδ.
II. Μαγνῆτις λίθος, , μαγνήτης, σε Πλάτ.

Middle Liddell

Μάγνης, ητος,
I. a Magnesian, a dweller in Magnesia in Thessaly, Il., etc.; or Magnesia in Lydia, Hdt., etc.: fem. Μάγνησσα, Theocr.:—adj. Μαγνητικός, ή, όν Magnesian, Aesch.; fem. Μαγνῆτις, ιδος, Pind.
II. Μαγνῆτις λίθος, the magnet, Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μάγνης: «κυβευτικοῦ βόλου προσηγορία» Ἡσύχ.
ητος, ὁ, κάτοικος τῆς ἐν Θεσσαλίᾳ Μαγνησίας, Ἰλ. Β. 756, Σοφ. Ἠλ. 705, κτλ.· ἢ τῆς ἐν Λυδίᾳ, Ἡρόδ. 3. 40, κτλ.· θηλ. Μάγνησσα, Θεόκρ. 22. 79· - ἐπίθ. Μαγνητικός, ή, όν, ἀνήκων εἰς τὸν Μάγνητα ἢ τὴν Μαγνησίαν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 492· θηλ. Μαγνῆτις, ιδος, ἵππος Πινδ. Π. 2. 85. ΙΙ. Μαγνῆτις λίθος, ἡ, ὁ μαγνήτης, Εὐρ. Ἀποσπ. 571, πρβλ. Πλάτ. Ἴωνα 533D, Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 2· ὡσαύτως, ἡ Μαγνησία λίθος Ἱππ. 543. 28, Ἀχ. Τάτ. 1. 17· ἡ Μάγνησσα Ὀρφ. Λιθ. 302· ὁ Μάγνης λίθος Διοσκ. 5. 148, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 4. 20· ὁ Μάγνης μόνον, Ἀλέξ. Ἀφρ.· πρβλ. Ἡράκλειος. 2) Μαγνῆτις λίθος, ὡσαύτως, ὀρυκτόν τι ὁμοιάζον πρὸς ἄργυρον, Θεοφρ. π. Λίθ. 41· ἴδε Buttm. ἐν Wolf’s Mus. 2. σ. 5 ἑξ.

Spanish

piedra imán

Wikipedia EN

Magnes was the son of Zeus and Thyia, daughter of Deucalion and brother of Makednos. In Apollodorus' Bibliotheca, Magnes was placed in the later generation of the Deucalionides, for this time he was the son of Aeolus and Enarete and brother to Aeolian progenitors: Cretheus, Sisyphus, Athamas, Salmoneus, Deion, Perieres, Canace, Alcyone, Pisidice, Calyce and Perimede.

He married an unnamed naiad that bore him Dictys and Polydectes. The mother and the sons later emigrated and colonized the island of Seriphos. Polydectes became king of the island while his brother Dictys, a fisherman would later receive Danae and her son Perseus.

The scholiast of Euripides called Magnes' wife as Philodice and his sons Eurynomus and Eioneus. Otherwise, Eustathius named his wife as a certain Meliboea and mentions one son, Alector and adds that Magnes called the town of Meliboea, at the foot of mount Pelion, after his wife, and the country of Magnesia after his own name.

Pierus, the father of Hyacinth by the Muse Clio, was also called a son of Magnes. According to Tzetzes, Linus was also a son of Magnes by Clio.

Wikipedia EL

Στην ελληνική μυθολογία ο Μάγνης ήταν γιος του Αιόλου και της Εναρέτης, αδελφός του Κρηθέα, του Σισύφου, του Αθάμαντα, της Περιμήδης και της Κανάκης. Ο Μάγνης ήταν ο γενάρχης των Μαγνήτων. Από κάποια Ναϊάδα Νύμφη απέκτησε δύο γιούς, τον Πολυδέκτη και τον Δίκτυ, που ίδρυσαν αποικία στη Σέριφο. Κατά μία άλλη παράδοση ο Μάγνης και η Φιλοδίκη απέκτησαν τον Ευρύνομο και τον Ηιονέα. Ο Παυσανίας όμως αναφέρει ότι μόνο ο Ηιονέας ήταν γιος του Μάγνητα. Σε μια τρίτη εκδοχή ο Μάγνης είναι σύζυγος της Μελιβοίας και πατέρας του Αλέκτορα.

Κάποιες πηγές αναφέρουν τον Μάγνητα ως γιο του Δία και της Θυίας, αδελφό του Μακεδόνα, με τον οποίο έζησε στην Πιερία και στον Όλυμπο. Ο Νίκανδρος γράφει ότι ο Μάγνης ήταν γιος του Άργου και, μαζί με την Καλλιόπη, γονέας του Υμεναίου. Ως παιδιά του Μάγνητα φέρονται από μερικούς συγγραφείς και οι Γλάφυρος, Πίερος, Λίνος και Ιάλεμος.

Translations

magnet

Akkadian: 𒍝 𒍝𒁉𒌈, 𒃻𒁕𒉡 𒍝𒁉𒌈; Albanian: magnet; Amharic: መግነጢስ; Arabic: مَغْنَاطِيس‎; Hijazi Arabic: مِغْنَاطِيس‎; Armenian: մագնիս; Assamese: চুম্বক, অয়স্কান্ত; Asturian: imán; Aymara: achkatasiri; Azerbaijani: maqnit; Basque: iman; Belarusian: магні́т; Bengali: অয়স্কান্ত, চুম্বক; Bulgarian: магнит; Burmese: သံလိုက်; Catalan: imant; Chinese Cantonese: 攝石, 摄石; Dungan: щитешы; Mandarin: 磁鐵, 磁铁, 磁石; Min Nan: 吸石; Cornish: tennven; Crimean Tatar: mıqnatis; Czech: magnet; Danish: magnet; Dutch: magneet; Esperanto: magneto; Estonian: magnet; Finnish: magneetti; French: aimant; Galician: imán; Georgian: მაგნიტი; German: Magnet; Greek: μαγνήτης; Hebrew: מַגְנֵט‎; Hindi: चुंबक, मक़नातीस; Hungarian: mágnes; Icelandic: segull; Indonesian: magnet; Interlingua: magnete; Inupiaq: nipitchak; Irish: maighnéad, adhmaint; Italian: magnete, calamita; Japanese: 磁石; Kalmyk: сорнц; Kazakh: магнит; Khmer: មេដែក; Korean: 자석; Kurdish Central Kurdish: مەقناتیس‎; Kyrgyz: магнит; Lao: ແມ່ເຫຼັກ, ແມ່ເຫລັກ; Latin: magnes; Latvian: magnēts; Lithuanian: magnetas; Macedonian: магнет; Malay: besi berani, besi semberani, magnet; Manx: magnaid; Maori: autō; Mongolian: соронз; Norwegian: magnet; Pashto: مقناطيس‎; Persian: آهنربا‎, مغنیطیس‎; Polish: magnes; Portuguese: ímã; Romanian: magnet; Russian: магнит; Rusyn: маґнет; Scottish Gaelic: magnait; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̀гне̄т; Roman: màgnēt; Shan: သၢၼ်ႇလႅၵ်ႉ; Slovak: magnet; Slovene: magnet; Spanish: imán, magnete; Swahili: sumaku Swedish: magnet; Tagalog: batubalani, gayuma; Tajik: магнит, оҳанрабо; Tamil: காந்தம்; Telugu: అయస్కాంతము, అయస్కాంతం; Thai: แม่เหล็ก; Tibetan: སྐུད་འདྲེན་ལེན་པོ, ཁད་ལོང, ཁབ་ལོང, ཁབ་ལེན་རྡོ, རྡོ་ཁབ་ལེན; Turkish: mıknatıs, çaşak; Turkmen: magnit; Ukrainian: магні́т; Urdu: مقناطیس‎; Uyghur: ماگنىت‎; Uzbek: magnit; Vietnamese: nam châm; Welsh: magnet; Yiddish: מאַגנעט‎; Zhuang: yapsig; Zulu: uzibuthe

af: magneet; als: magnet; am: መግነጢስ; an: imán; ar: مغناطيس; ast: imán; as: চুম্বক; ay: achkatasiri; azb: دمیرقاپان; az: maqnit; bar: magnet; ba: магнит; be_x_old: магніт; be: магніт; bg: магнит; bn: চুম্বক; bs: magnet; bxr: суранзан; ca: imant; cdo: cṳ̀-tiék; ckb: موگناتیس; cs: magnet; cy: magnet; da: magnet; de: Magnet; el: μαγνήτης; en: magnet; eo: magneto; es: imán; et: magnet; eu: iman; fa: آهنربا; fi: magneetti; frr: magneet; fr: aimant permanent; ga: maighnéad; gl: imán; he: מגנט; hif: chumbak loha; hi: चुम्बक; hr: magnet; hu: állandó mágnes; hy: մագնիս; ia: magnete; id: magnet; ik: nipitchak; io: magneto; is: segull; it: magnete; ja: 磁石; jv: magnèt; ka: მაგნიტი; kk: магнит; kn: ಅಯಸ್ಕಾಂತ; ko: 자석; ksh: mangneet; ku: kişanek; ky: магнит; la: magnes; li: magneet; lt: magnetas; lv: magnēts; mk: магнет; ml: കാന്തം; mn: соронз; mr: चुंबक; ms: magnet; my: သံလိုက်; nah: tlaihīyōānani tetl; ne: चुम्बक; new: चुम्बक; nl: magneet; nn: magnet; no: magnet; oc: asimant; pa: ਚੁੰਬਕ;: magnes; pms: magnete; pnb: مقݨاطیس; ps: مقناطيس; pt: íman; ro: magnet; rue: маґнет; ru: магнит; scn: calamita; sco: magnet; sd: چقمق; sh: magnet; simple: magnet; sk: magnet; sl: magnet; sq: magneti; sr: магнет; su: magnét; sv: magnet; sw: sumaku; ta: காந்தம்; tcy: ಅಯಸ್ಕಾಂತ; te: అయస్కాంతం; th: แม่เหล็ก; tl: batubalani; tr: mıknatıs; uk: магніт; ur: مقناطیس; uz: magnit; vi: nam châm; war: batubarani; wo: bijjaan; wuu: 磁铁; yi: מאגנעט; yo: gbéringbérin; zh_min_nan: khip-chio̍h; zh_yue: 攝石; zh: 磁鐵