Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οπή

From LSJ
Revision as of 12:54, 28 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "βόθρος, ὀπή" to "βόθρος, ὀπά, ὀπή")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά)
άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα
νεοελλ.
1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη αγωγιμότητας
2. φρ. «μελανή οπή» ή «μαύρη οπή»
αστρον. ουράνιο αντικείμενο στο οποίο η πυκνότητα της ύλης είναι τόσο μεγάλη ώστε το ισχυρότατο βαρυτικό πεδίο του δεν επιτρέπει να διαφύγει από αυτό κανενός είδους ακτινοβολία και το οποίο θεωρείται ότι αποτελεί την τελική φάση στην εξέλιξη ενός μεγάλου αστέρα που έχει εξαντλήσει τελείως τις πηγές θερμοπυρηνικής ενέργειάς του
αρχ.
1. η καπνοδόχος
2. παράθυρο, φεγγίτης
3. όραση
4. στον πληθ. αι οπαί
αρχιτ. ανοίγματα στο επιστύλιο τα οποία χρησίμευαν για την υποδοχή τών άκρων τών δοκών
5. ποντικότρυπα
6. άνοιγμα πάνω στη γη
7. φυσικό άνοιγμα του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα okw- «βλέπω» (βλ. και λ. όπωπα). Αξιοσημείωτη είναι η εξέλιξη της λ. από τη σημ. «όραση» στη σημ. «άνοιγμα απ' το οποίο βλέπει κανείς, τρύπα». Η λ. ὀπή απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -ωπός στις λ. εὐρ-ωπός, πολυ-ωπός, στεν-ωπός με έκταση λόγω συνθέσεως. Τα σύνθ. αυτά διακρίνονται από τα σύνθ. σε -ωπός < ὄψ, ὄπωπα. Τέλος, η λ. απαντά ως β' συνθετικό χωρίς έκταση στις λ. δι-όπη, ἐν-όπη, βορβορ-όπη, μετ-όπη].

Translations

hole

Adyghe: абан, гъуанэ; Albanian: vrimë; Aleut: hunax̂, tatax̂; Apache Western Apache: o'i'án; Arabic: ⁧ثَقْب⁩, ⁧حُفْرة⁩; Egyptian Arabic: ⁧حرق⁩, ⁧خرم⁩; Hijazi Arabic: ⁧خُرْق⁩, ⁧خُرْم⁩, ⁧فَتْحة⁩, ⁧حُفرة⁩, ⁧ثُقْب⁩; South Levantine Arabic: ⁧خرم⁩, ⁧خزق⁩; Aragonese: forau; Armenian: անցք, ծակ; Aromanian: gavrã, guvã; Assamese: গাঁত, ফুটা; Asturian: furacu, buracu, fueyu; Azerbaijani: deşik, dəlik; Bashkir: батынҡы урын, соҡор; Belarusian: дзі́рка; Bengali: গর্ত; Bulgarian: дупка, яма; Burmese: တွင်း; Catalan: forat; Chechen: ӏуьрг; Cherokee: ᎠᏔᎴᏒᎢ; Chinese Cantonese: 窿; Mandarin: 孔, 洞, 穴; Corsican: tufone; Crimean Tatar: teşik; Czech: díra; Danish: hul; Dutch: gaatje, gat, holletje, opening; Erzya: варя; Esperanto: truo; Estonian: auk; Evenki: саңар; Faroese: hol; Finnish: kuoppa, kolo; French: creux, trou; Galician: burato, buraco, pía, foca; Georgian: ნახვრეტი, ხვრელი; German: Loch, Grube, Grübchen, Mulde, Vertiefung, Kerbe; Greek: τρύπα, οπή; Ancient Greek: βόθρος, ὀπά, ὀπή, τρυμαλιά, τρυμαλιή, τρύμη, τρῦπα, τρύπη, τρύπημα; Greenlandic: putu; Hebrew: ⁧חור \ חֹר⁩; Hindi: छेद, छिद्र; Hungarian: lyuk; Icelandic: hola; Ido: truo; Ilocano: abut; Indonesian: lubang; Ingrian: reikä, uuttu; Ingush: ӏург; Irish: poll; Italian: buco, pertugio, foro, cunicolo, fessura; Japanese: 穴; Kapampangan: busbus; Karachay-Balkar: тешик; Karaim: tiešik; Kaurna: yapa; Kazakh: тесік, жыртық; Khakas: тизік; Khmer: រូង, រន្ធ; Kikuyu: irima; Korean: 구멍; Kumyk: тешик; Kurdish Central Kurdish: ⁧چاڵ⁩; Northern Kurdish: kun; Kyrgyz: тешик; Lao: ຂຸມ, ຮູ; Latin: cavum, foramen, fovea, lacuna; Latvian: bedre, dobums; Lingala: libúlú; Lithuanian: duobė; Lombard: bus; Macedonian: дупка; Malay: lubang; Malayalam: തുള, ദ്വാരം, ഓട്ട, സുഷിരം; Manx: towl; Maori: poka; Mongolian: нүх; Nanai: сангар; Nogai: тесик; Norwegian: hull; Occitan: trauc; Odia: ଛିଦ୍ର; Old Church Slavonic Cyrillic: дира; Old Prussian: prālī; Pashto: ⁧سورى⁩, ⁧بغره⁩, ⁧غار⁩, ⁧منفذ⁩; Persian: ⁧سوراخ⁩; Plautdietsch: Loch; Polish: dziura; Portuguese: buraco, oco; Punjabi: ਮੋਰੀ, ਮੋਰਾ; Quechua: t'uqu; Romanian: gaură; Russian: впадина, яма; Samoan: lua; Saterland Frisian: Gat; Serbo-Croatian Cyrillic: отвор, рупа; Roman: otvor, rupa; Shor: тежик; Sicilian: pirtusu, purtusu, bucu; Skolt Sami: kååʹpp; Slovak: diera; Slovene: luknja; Southern Altai: тежик; Spanish: agujero, hoyo, abolladura, hendidura, depresión, pozo; Swedish: hål; Tagalog: butas; Tajik: сурох; Tamil: ஓட்டை; Tatar: чокыр, батынкылык; Thai: หลุม, รู; Tibetan: ཁུང་བུ, ས་དོང; Tocharian B: kāre; Tofa: дэлік; Turkish: delik; Turkmen: deşik; Tuvan: дежик; Ukrainian: ді́рка; Urdu: ⁧چھید⁩; Urum: тэшик; Uyghur: ⁧تۆشۈك⁩; Uzbek: teshik, tuynuk; Venetian: bus; Vietnamese: lỗ; Vilamovian: łöch; Volapük: hog; White Hmong: qhov; Yakut: хайаҕас; Yiddish: ⁧לאָך⁩; Zazaki: qul; Zhuang: congh