μυοσωτίς
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, also μυὸς ὦτα,
A madwort, Asperugo procumbens, Dsc.2.183.
II = ἀλσίνη, Dsc.-Dsc.4.86; also μυόσωτον, ibid., and μυὸς ὦτα, Dsc.4.86.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
myosotis, plante.
Étymologie: μῦς, οὖς.
Greek (Liddell-Scott)
μυοσωτίς: -ίδος, ἡ, Λατ. myosotis, (ἕτεροι διῃρημένως γράφουσι μυὸς ὠτὶς) καὶ μυόσωτον, τό, ἀλσίνη, λέγεται δὲ μυόσωτον, ἀπὸ τοῦ ἔχειν φύλλα ὅμοια μυὸς ὠτίοις, Διοσκ. 2. 214.
Greek Monolingual
η (Α μυοσωτίς, -ίδος)
νεοελλ.
βοτ. γένος ποωδών μονοετών ή πολυετών φυτών με μεμονωμένα φύλλα και με άνθη γαλάζια ή λευκά και ρόδινα, αρκετά είδη του οποίου απαντούν στην Ελλάδα και είναι γνωστά με την ονομασία μη με λησμόνει
αρχ.
1. το ζιζάνιο και ετήσιο φυτό τραχύσπερμο το επικλινές
2. το ποώδες φυτό αλσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -ωτίς (< οὖς, ὠτός «αφτί»), επειδή τα φύλλα του φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].
Wikipedia EN
Asperugo procumbens, known as madwort or German madwort, is the single species in the monotypic plant genus Asperugo. This plant is native to Europe but has been introduced elsewhere, such as the northern half of North America.
Wikipedia DE
Das Scharfkraut (Asperugo procumbens), auch Niederliegendes Scharfkraut oder Schlangenäuglein genannt, ist die einzige Art der Pflanzengattung Asperugo innerhalb der Familie der Raublattgewächse (Boraginaceae).
Wikipedia ES
Asperugo es un género de plantas con flores perteneciente a la familia Boraginaceae. Comprende 8 especies descritas y de estas, solo una aceptada. Su única especie: Asperugo procumbens, se distribuye por el Norte de África y Eurasia.
Wikipedia IT
Asperugo es un género de plantas con flores perteneciente a la familia Boraginaceae. Comprende 8 especies descritas y de estas, solo una aceptada. Su única especie: Asperugo procumbens, se distribuye por el Norte de África y Eurasia.
German (Pape)
ίδος, ἡ, Mäuseohr, eine Pflanze, Diosc. und A., auch μυόσωτον, τό, und getrennt geschrieben, μυὸς οὖς, Diosc.