στλεγγίδα
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Greek Monolingual
η / στλεγγίς, -ίδος, ΝΑ, και στεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α
(στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι αθλητές για να αφαιρέσουν από το σώμα τους το λάδι με το οποίο αλείβονταν πριν από τον αγώνα και το χώμα, την άμμο και τον ιδρώτα που κολλούσαν σ' αυτό
νεοελλ.
είδος ξύστρας με παράλληλα οδοντωτά ελάσματα για τον καθαρισμό του δέρματος τών αλόγων, ξυστρί
αρχ.
1. είδος κυρτών ξυστρών με το πίσω κοίλο μέρος τών οποίων αντλούσαν νερό («στλεγγίδας λαβοῦσαι ἔπειτα σιφωνίζομεν τὸν οἶνον», Αριστοφ.)
2. είδος διαδήματος διακοσμημένου με μεταλλικά ελάσματα, συνήθως χρυσά, το οποίο είτε το χρησιμοποιούσαν στους αγώνες ως έπαθλο αντί για στέφανο είτε το φορούσαν οι θεωροί που στέλνονταν σε μαντείο, επίσημη γιορτή ή θυσία (α. «στλεγγίδα χρυσῆν ἑκάστῳ τῶν θρανιτῶν ἐδεδώρητο», Πολ.
β. «τὰ δὲ ἆθλα ἦσαν στλεγγίδες χρυσαῖ», Ξεν.
γ. «καλάμοις στεφανοῦσθαι ἤ στλεγγίδι», Ηρακλείδ.)
3. παροιμ. φρ. «οὐδ' ἐστὶν αὐτῇ στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος» — δηλώνει τη φτώχεια (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, πιθανότατα δάνειος, άγνωστης προέλευσης. Έχει ωστόσο διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το χεττιτ. ištalk-(iya)-, ištalgāi- «ομαλύνω, ισοπεδώνω». Χαρακτηριστική είναι η ποικιλία τών τ. με την οποία εμφανίζεται η λ.: στελγ(γ)ίς, στεργίς, στρεγγίς, στλιγγίς, γεγονός που οφείλεται είτε στο πολύπλοκο αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα στλ- (η μοναδική λ. της Ελληνικής με αρκτικό σύμπλεγμα στλ-) είτε στην ευρεία χρήση της στην καθημερινή γλώσσα τών Αρχαίων].